Η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ θεωρείται μία από τις πιο επικίνδυνες παραβάσεις. Ανάλογα το όριο επιβάλλονται τσουχτερά πρόστιμα, ακόμη και σύλληψη.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πολλά τροχαία ατυχήματα οφείλονται στο αλκοόλ. Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών επηρεάζει σημαντικά τον ανθρώπινο οργανισμό και κατ’ επέκταση τον χρόνο αντίδρασης, τα αντανακλαστικά και τον συντονισμό.
Η νομοθεσία σχετικά με την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή άλλων τοξικών ουσιών είναι αυστηρή, με την αστυνομία να επιβάλλει μεγάλα πρόστιμα και ποινές.
Με βάση το Άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού.
Ο οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr./l.) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Πρόστιμα και ποινές
Όποιος οδηγεί όχημα υπό την επίδραση οινοπνεύματος τιμωρείται ως εξής:
- Με πρόστιμο 200 ευρώ, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του κυμαίνεται από 0,50 g/l έως 0,80 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 έως 0,40 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
- Με πρόστιμο 700 ευρώ και με αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για 90 ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 0,80 g/l και μέχρι 1,10 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,40 έως 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
- Με φυλάκιση τουλάχιστον 2 μηνών, πρόστιμο 1.200 € και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για 180 ημέρες, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,10 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις, το όχημα ακινητοποιείται υποχρεωτικά και φυλάσσεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του παρόντος και των, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, εκδιδόμενων αποφάσεων. Ο έλεγχος και η βεβαίωση των παραβάσεων της παρούσας παραγράφου γίνεται από συνεργείο δύο τουλάχιστον αστυνομικών ή λιμενικών, εκ των οποίων ο ένας είναι ανακριτικός υπάλληλος.
Πότε σου παίρνουν το δίπλωμα για 5 χρόνια
Εάν ο οδηγός οχήματος εντοπιστεί να οδηγεί και πάλι υπό την επήρεια οινοπνεύματος εντός 2 ετών από προηγούμενη παράβαση της απαγόρευσης οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του, κατά τη νέα παράβαση, είναι άνω του 1,10 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, επιβάλλεται για κάθε περαιτέρω παράβαση ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών και διοικητικό πρόστιμο 2.000 €. Επίσης, αφαιρείται η άδεια οδήγησης για 5 χρόνια.
Εδώ, αξίζει να τονίσουμε πως, αν το όριο στον εκπνεόμενο αέρα είναι πάνω από 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο, κινείται η αυτόφωρη διαδικασία όπως προβλέπεται στα σχετικά άρθρα (417 επ.) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο καταληφθείς υπό την επήρεια αλκοόλ οδηγός συλλαμβάνεται, οδηγείται ενώπιον του Εισαγγελέα και παραπέμπεται άμεσα στο ακροατήριο, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία.
Διαβάστε επίσης: Το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις με το αυτοκίνητο – Έχει πρόστιμο 30.000 €
Αν η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να γίνει την επόμενη ημέρα, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου στο αστυνομικό κρατητήριο, αλλά αυτή δεν επιτρέπεται να παραταθεί περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από την προσαγωγή. Αν μέσα σε αυτήν την προθεσμία δεν καταστεί δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η σύγκληση του δικαστηρίου και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.