Ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων με ανακοίνωσή του τονίζει πως ο φόρος πολυτελούς διαβίωσης για τα αυτοκίνητα, εκτός από άδικος, θα είναι αναποτελεσματικός.
Η επιβολή φόρου «πολυτελούς διαβίωσης» έρχεται να προστεθεί στις επανειλημμένες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχει δεχθεί η αγορά και χρήση αυτοκινήτων μεσαίων και μεγαλύτερων κυβισμού.
Πρόκειται για κατηγορίες αυτοκινήτων που έχουν ήδη σχεδόν «καταργηθεί δια νόμου» και οι λιγοστές πωλήσεις αφορούν μεσαία οικογενειακά αυτοκίνητα, χαμηλότερης κατανάλωσης (το 2012 ταξινομήθηκαν 2.831 αυτοκίνητα πλέον των 1.929 cc, όταν ο
μέσος όρος πωλήσεων δεκαετίας ανήλθε σε 27.801).
Η νέα φορολογία στη χρήση των μεσαίων και μεγαλύτερων αυτοκινήτων δεν λαμβάνει υπόψη ότι:
Πολλοί εκ των ιδιοκτητών αυτοκινήτων κυβισμού πλέον των 1.929 cc, ηλικίας ως δεκαετίας, δεν διαθέτουν τα εισοδήματα να καλύψουν το νέο φόρο, καθώς τα περισσότερα από αυτά είναι απλά, οικογενειακά αυτοκίνητα, αξίας 10.000-15.000 ευρώ.
Η επακόλουθη επείγουσα πώληση αυτών των αυτοκινήτων σε εξευτελιστικές τιμές ή η προσωρινή ακινησία τους δεν θα προσθέσει έσοδα στο δημόσιο, αντίθετα θα στερήσει πόρους από την πραγματική οικονομία.
Η υφιστάμενη προσωρινή ακινησία πλέον των 700.000 αυτοκινήτων απέδειξε ότι η ελαστικότητα στη φορολογία αυτοκινήτου είναι υψηλή, καθώς από την υπερφορολόγηση όχι μόνον δεν αυξήθηκαν τα έσοδα, αντίθετα χάθηκαν για το 2013 περισσότερα από 150 εκατομμύρια ευρώ μόνον από τέλη κυκλοφορίας.
Ίδιες συνέπειες, δηλαδή αρνητικού δημοσιονομικού ισοζυγίου, είχε ο φόρος πολυτελείας, ο οποίος προϋπολογίστηκε να αποφέρει έσοδα 70 εκατομμύρια ευρώ και κατέληξε να αποδίδει από τα αυτοκίνητα 2,2 εκατομμύρια (εκτίμηση 2012).
Κάθε πώληση (ή μη) καινούργιου αυτοκινήτου πχ. 2.000 cc, αποφέρει (ή όχι) άμεσα έσοδα στο δημόσιο κατά μέσο όρο 12.076 ευρώ από Τέλος Ταξινόμησης και ΦΠΑ, ενώ στη συνέχεια εισπράττονται (ή όχι) 660 ευρώ ετησίως από τέλη κυκλοφορίας και άλλα σημαντικά ποσά από καύσιμα, συντήρηση κλπ.
Έμμεσα, αλλά καίρια, θα υποτιμηθεί η οδική ασφάλεια, αφού οι χρήστες των αυτοκινήτων, αντιμετωπίζοντας υψηλές μη ελαστικές δαπάνες (τέλη κυκλοφορίας, φόρος πολυτελούς διαβίωσης και καύσιμα), ενδέχεται να στραφούν στη μείωση των ελαστικότερων (?) δαπανών που αφορούν στη συντήρηση, στην επισκευή και στην ασφάλιση. Αυτά, υπό το σημερινό πλαίσιο υψηλής
παραβατικότητα και χαμηλής προσέλευσης στα ΚΤΕΟ.
(Έχει επιβεβαιωθεί ότι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα επί του παρόντος είναι ανασφάλιστα και δεν προσέρχονται στα ΚΤΕΟ).
Οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις στην αγορά μεσαίων και
μεγαλύτερων αυτοκινήτων «απαγορεύουν» πλέον σαφώς σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις εμπορίας αυτών να λειτουργούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, κυρίως όμως επειδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό και γιατί δεν πρέπει να υποτιμηθεί περαιτέρω η οδική ασφάλεια, η πολιτεία πρέπει να αναστείλει το φόρο πολυτελούς διαβίωσης ή έστω να επιλέξει μια
περισσότερο προοδευτική και δίκαιη κλιμάκωση. Άλλωστε, τα αυτοκίνητα μεσαίου και μεγαλύτερου κυβισμού υπόκεινται ήδη: α) σε υψηλότατα τέλη κυκλοφορίας, β) σε φόρο πολυτελείας, γ) στο 2ο μεγαλύτερο φόρο καυσίμων στην ΕΕ και δ) θεωρούνται τεκμήριο εισοδήματος, αποδεδειγμένα πολλαπλάσιο του πραγματικού κόστους χρήσης.