Η Mercedes G-Class συμπληρώνει τέσσερις δεκαετίες βίου.
Η παγκόσμια πρεμιέρα του μοντέλου πραγματοποιήθηκε από τις 4 έως και τις 9 Φεβρουαρίου 1979 στην Τουλόν της Γαλλίας. Ωστόσο, η ιστορία του ξεκίνησε 10 χρόνια νωρίτερα, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1969. Την εποχή εκείνη, η Daimler-Benz AG και η αυστριακή εταιρεία Steyr-Daimler-Puch AG ξεκίνησαν συνομιλίες με επίκεντρο μία πιθανή συνεργασία τους, παρά το γεγονός ότι και οι δύο ήδη διέθεταν στις τάξεις του οχήματα με εξαιρετικές δυνατότητες κίνησης εκτός δρόμου, όπως οι Mercedes-Benz Unimog, Puch Haflinger και Puch Pinzgauer.
Το 1971, η ιδέα της από κοινού κατασκευής ενός οχήματος εκτός δρόμου άρχισε για πρώτη φορά να παίρνει σάρκα και οστά. Στόχος και των δύο πλευρών ήταν η δημιουργία ενός οχήματος με «ακραίες» off-road ικανότητες και επαρκή συνάμα χαρίσματα στην άσφαλτο. Το φθινόπωρο του 1972, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των δύο εταιρειών, Joachim Zahn (Daimler-Benz AG) και Karl Rabus (Steyr-Daimler-Puch AG), κατέληξαν σε μια «επί της αρχής» συμφωνία για την από κοινού εξέλιξη και ανάπτυξη ενός αυτοκινήτου με τα παραπάνω χαρακτηριστικά ορίζοντας ως επικεφαλής του όλου εγχειρήματος τον Erich Ledwinka.
Το πρωτότυπο μοντέλο ήταν κατασκευασμένο αρχικά από ξύλο παίρνοντας σάρκα και οστά ως «κανονικό» όχημα δοκιμών τον Απρίλιο του 1973. Ο τελικός σχεδιασμός του μοντέλου καθορίστηκε αποκλειστικά από τη Mercedes-Benz Design έχοντας ως επικεφαλής της όλης προσπάθειας στον τομέα αυτό τον Bruno Sacco. Οι στιλίστες της γερμανικής εταιρείας προσπάθησαν να συνδυάσουν τις μεγάλες επιφάνειες του αμαξώματος με συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα, όπως οι μεγάλες γωνίες προσέγγισης και διαφυγής, το περιορισμένο πλάτος και το αυξημένο ύψος του αμαξώματος από το έδαφος.
Το μοντέλο G ξεκίνησε να κατασκευάζεται στο εργοστάσιο Puch στο Graz-Thondorf – εκεί όπου παράγεται από το Μάιο του 2018 και η νέα σειρά G-Class (463) – το Φεβρουάριο του 1979, λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του οχήματος. Ο επιλογέας για την εμπλοκή της τετρακίνησης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα κλειδώματος του κεντρικού διαφορικού και προαιρετικά για εκείνη των εμπρός και πίσω τροχών (κάτι που αποτέλεσε βασικό εξοπλισμό από ο 1985 και μετά) εξασφάλιζαν βέλτιστα, αν όχι πρωτόγνωρα για την εποχή, χαρακτηριστικά κατά την εκτός δρόμου οδήγηση. Από τη μεριά τους, τόσο ο σχεδιασμός του πλαισίου όσο και η παρουσία άκαμπτων αξόνων με ελικοειδή ελατήρια, είχαν ως στόχο την επίτευξη ασφαλών οδικών χαρακτηριστικών στην άσφαλτο.
Τα πετρελαιοκίνητα μοντέλα 240 GD και 300 GD, καθώς και τα βενζινοκίνητα 230 G και 280 GE ήταν διαθέσιμα ήδη από την έναρξη της παραγωγής του μοντέλου. Διαθέσιμα ήταν επίσης και δύο διαφορετικά μεταξόνια (2.400 και 2.850 χιλιοστά) καθώς και τρία διαφορετικά στυλ αμαξώματος (ανοιχτό, κλειστό στέισον βάγκον και τύπου van με κλειστά πλευρικά πάνελ. Εκτός από τη σειρά μοντέλων 460 με ενσωματωμένο ηλεκτρικό 12βολτο σύστημα , η Mercedes-Benz προσέφερε τη σειρά μοντέλων 461 με ηλεκτρικό σύστημα 24V για στρατιωτική χρήση.
Σημαντικά βήματα που συνέβαλαν στην εξέλιξη του μοντέλου αποτέλεσαν η προσθήκη υδραυλικού τιμονιού (πρώτα στις 280 GE και 300 GD και από το 1987 και μετά σε όλα τα μοντέλα), η δυνατότητα κλειδώματος των διαφορικών (1985), η παρουσία καταλυτικού μετατροπέα (από το 1986 αρχικά ως ειδικός εξοπλισμός στην 230 GE) καθώς και συστήματος ABS στη σειρά μοντέλων 463 από το 1990 και εξής. Η βελτιστοποίηση της άνεσης και της ασφάλειας άρχισε να γίνεται ακόμα πιο αισθητή από το 2001 και εξής με την προσθήκη συστήματος ελέγχου της πρόσφυσης 4ETS, ESP και συστήματος υποβοήθησης φρεναρίσματος (BAS).
Η παράδοση του premium εξοπλισμού στην ιστορία της G-Class ξεκίνησε από πολύ νωρίς με την «εισαγωγή», για παράδειγμα, ανεξάρτητων καθισμάτων της Recaro για οδηγό και συνοδηγό, τα οποία ήταν διαθέσιμα ως έξτρα αξεσουάρ από το 1981 και μετά. Ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο κεφάλαιο στην ιστορία της G-Class ξεκίνησε το 1999: εκείνη τη χρονιά η G 55 AMG έγινε το νέο κορυφαίο μοντέλο της σειράς 463 δημιουργώντας τη βάση για τη δημιουργία μοντέλων υψηλής απόδοσης με την υπογραφή της Mercedes-AMG. Τα χρόνια που ακολούθησαν το φως της δημοσιότητας είδαν οι εκδόσεις G 55 AMG Compressor (2004), G 63 AMG, G 65 AMG (2012), G 63 AMG 6×6 (2013) και τέλος η Mercedes-AMG G 63 που παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2018.
Το γεγονός ότι η G-Class συνεχίζει να αντιμετωπίζει όλες τις προκλήσεις στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της, αποδείχτηκε περίτρανα από πολλά ακόμα «εξειδικευμένα» μοντέλα, όπως η G 500 4×4² του 2015 και η Mercedes-Maybach G 650 Landaulet του 2017, η παραγωγή της οποίας περιορίστηκε σε 99 μόλις αντίτυπα. Η νεότερη και τελευταία χρονικά γενιά του μοντέλου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου της Β. Αμερικής (NAIAS) στο Ντιτρόιτ τον Ιανουάριο του 2018. Το πρώτο μοντέλο που παρουσιάστηκε ήταν η G 500 ακολουθούμενη λίγο αργότερα από την Mercedes-AMG G 63. Το Δεκέμβριο του 2018, η G 350 d έκανε το ντεμπούτο της με τον κινητήρα ντίζελ OM 656, αποτελώντας έως και τώρα την τρίτη κατά σειρά διαθέσιμη έκδοση του μοντέλου._Χ.Α.