Η έλευση της ανανεωμένης εκδοχής του γερμανικού χάτσμπακ φέρνει ανακατατάξεις τόσο στην γκάμα της Mercedes όσο και σε σχέση με τον ανταγωνισμό, που δείχνει να σχηματοποιείται διαφορετικά.
Όταν η Mercedes παρουσίασε το 1997 την πρώτη A–Class, όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Η γερμανική εταιρεία ήθελε να επεκτείνει προς τα κάτω την γκάμα της και να απευθυνθεί σε ένα μικρότερο ηλικιακά αγοραστικό κοινό, που δεν ασχολιόταν τότε με τις δωρικές C–Class και E–Class. Εκείνη η λιλιπούτεια MPV υλοποίηση, χάρη στην επαναστατική τεχνολογία της (σε ό,τι αφορά τους κινητήρες και το πλαίσιο) και παρά τις «τρικλοποδιές» του ταράνδου, κατάφερε τελικά να πετύχει το στόχο της, έστω και αν άργησε να αποδώσει καρπούς η επένδυση.
To 2004 η αρχική συνταγή εκσυγχρονίστηκε για τη δεύτερη γενιά, το 2013 όμως η Mercedes αναθεώρησε τη στρατηγική της και η τρίτη γενιά της A–Class ακολούθησε πλέον το ορθόδοξο μονοπάτι των τυπικών χάτσμπακ, ολοκληρώνοντας την περίφημη γερμανική τριπλέτα των premium μικρομεσαίων, που μεσουράνησε εμπορικά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, όπου οι βάσεις είχαν τεθεί από τις αντίστοιχες δημιουργίες των Audi και BMW. To 2018 η τέταρτη γενιά της A–Class συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος, εστιάζοντας και πάλι στην τεχνολογία, αλλά με ένα απρόσμενο εσωτερικό, το οποίο πλέον έχει κοπιαριστεί από πολλούς.
Φαίνεται όμως ότι η Mercedes μας επιφύλασσε μία (ακόμη) αλλαγή στη στρατηγική, με την ευκαιρία της παρουσίασης ανανεωμένου μοντέλου, που ανακοινώθηκε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς και ολοκληρώθηκε με την έκδοση του σχετικού τιμοκαταλόγου.
Σε αυτόν, λοιπόν, είδαμε ότι λείπουν πια οι αρχικές οικονομικότερες εκδόσεις, κάτι που πλέον έχει μετατοπίσει το τιμολογιακό σημείο εκκίνησης στα 40.000 ευρώ. Αυτό έχει αρκετές εξηγήσεις.
Κατ’ αρχάς επηρέασαν οι δυσχερείς διεθνείς συνθήκες, που ξεκίνησαν με την πανδημία και συνεχίστηκαν με τον πόλεμο. Οι δυσκολίες στην παραγωγή (ελλείψεις πρώτων υλών, ημιαγωγών), το αυξημένο κόστος ενέργειας και οι πληθωριστικές τάσεις ασκούν τεράστιες πιέσεις στο περιθώριο κέρδους, το οποίο συρρικνώνεται περαιτέρω από τις ολοένα και αυστηρότερες προδιαγραφές ρύπων, που επιβάλλουν την ενσωμάτωση περισσότερων και ακριβότερων τεχνολογιών.
Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα πάνω η τιμολογιακή πολιτική, κάτι που μπορεί να γίνει ευκολότερα από έναν κατασκευαστή κύρους, παρά από έναν οικονομικότερο με έμφαση στη μαζική παραγωγή.
Έτσι, λοιπόν, ολοένα και περισσότεροι κατασκευαστές αφήνουν στην άκρη την αύξηση των όγκων πωλήσεων, αναδιανέμοντας τους πόρους σε υψηλότερης αξίας μοντέλα, τα οποία θα φέρουν ίσως λιγότερες πωλήσεις σε απόλυτα νούμερα, αλλά μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
Το εύκολο θύμα στην προκειμένη περίπτωση είναι οι αρχικές εκδόσεις των μοντέλων, με basic προδιαγραφές σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό και τον κινητήρα. Αυτό φαίνεται να βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στην ανανεωμένη A–Class, η οποία περικόπτει τις διαθέσιμες εκδόσεις, αφού πλέον δεν υπάρχει η Α 160, ενώ ακόμα και η Α 180, που διατίθεται στην αγορά της Γερμανίας, δε θα έρθει στα μέρη μας εξαιτίας της νέας τιμολογιακής τοποθέτησης.
Αυτή θέλει την ανανεωμένη A–Class να ξεκινάει από τα σχεδόν 40.000 ευρώ, με την Α200 των 163 ίππων να διαθέτει στάνταρντ: ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48V που συνεισφέρει 13 ίππους (περιορίζοντας παράλληλα κατανάλωση και ρύπους), αυτόματο κιβώτιο και όλα τα επιπλέον εξοπλιστικά στοιχεία που συνεπάγεται η ανανέωση (ενδεικτικά να αναφέρουμε τον αισθητήρα δακτυλικού αποτυπώματος και τη μεγαλύτερη οθόνη του infotainment με κάμερα οπισθοπορείας).
Η Α200 είναι και η μοναδική εκδοχή με μικρό κινητήρα, αφού όλες οι υπόλοιπες βενζινοκίνητες εναλλακτικές είναι 2λιτρες, αυτόματες και τετρακίνητες, με αποκορύφωμα τις εμβληματικές εκδόσεις AMG, Α35 και Α45 S.
Μόνο η τελευταία, λόγω του σκληροπυρηνικού της χαρακτήρα, δε διαθέτει κάποιο υβριδικό σύστημα, ένα θέμα που ολοκληρώνεται με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο στην περίπτωση της ανανεωμένης plug–in Α 250 e, η οποία έχει να επιδείξει μεγαλύτερη ηλεκτρική αυτονομία, ένα ελαφρώς ισχυρότερο ηλεκτρικό μοτέρ και άφθονες επιλογές στο θέμα της φόρτισης.
Ανάλογες περικοπές έχουν γίνει και στις πετρελαιοκίνητες εκδόσεις, αφού προ πολλού έχει καταργηθεί ο 1.500άρης κινητήρας με τις γαλλικές ρίζες (ήταν άλλωστε μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ασυμφωνίας κύρους κινητήρα-αυτοκινήτου, παρά την αναμφισβήτητη εμπορική επιτυχία), με την υπερσύγχρονη μονάδα των 1.950 κ.εκ., που τροφοδοτεί τη μία και μοναδική επιλογή της Α 220d των 190 ίππων, να δίνει το «παρών», αφού ούτε η Α 180d ούτε η Α 200d πρόκειται να εισαχθούν.
Έτσι, η ανανεωμένη A–Class έρχεται πια να σταθεί στο ύψος που συνεπάγεται το κύρος του αστεριού, όπου, χάρη στον πλούσιο εξοπλισμό, αποκτά μια luxury υπόσταση που ξεφεύγει από τα συμβατικά premium πρότυπα του παρελθόντος, όπου μια οριακά ικανοποιητικά εξοπλισμένη χειροκίνητη Α 160 των 109 ίππων μπορεί να ξεκινούσε μεν από τα 22.900 ευρώ, άλλα άφηνε περιθώρια για γκρίνιες και «ναι μεν αλλά».
Αυξημένη είναι πλέον και η τιμή της plug–in Α 250e, η οποία ξεκινάει πλέον από τα 52.550 ευρώ αντί των 45.580 ευρώ. Κάπως έτσι, βλέπουμε να υλοποιείται και μία ακόμα τάση, που θέλει την τιμολογιακή προσέγγιση θερμικών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Βλέπετε, η ηλεκτρική EQA, παρά την SUV υπόστασή της, που θα έπρεπε να ανεβάσει το κόστος της, διατηρείται λίγο πάνω από τα 50.000 ευρώ (στις εκδόσεις 250 και 250+), ενώ η τετρακίνητη «350» των 228 ίππων, με κόστος 53.500 ευρώ, βρίσκεται κοντά στην plug–in A 250e.
Αυτό σημαίνει πλέον ότι ο ανταγωνισμός θα χρειαστεί να βάλει τα δυνατά του, αφού σε αυτό το επίπεδο τιμής δε συγχωρείται καμία έκπτωση, τεχνολογικής ή εξοπλιστικής φύσεως. Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι λίγοι που μπορούν να σταθούν απέναντι στην ανανεωμένη Mercedes A–Class με αξιώσεις.
Audi A3
Το άλλο μέλος της καταξιωμένης γερμανικής τριπλέτας παραμένει το Audi A3. Μπορεί να ακολουθεί μια λογική αντίστοιχη με εκείνη της Mercedes A–Class πριν από την ανανέωση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σε κάποια τμήματα της γκάμας δεν μπορεί να συναγωνιστεί με μεγάλες αξιώσεις. Ισχυρό ατού του χάτσμπακ της Audi παραμένει η σπορτίφ οδική συμπεριφορά, που ξεδιπλώνεται με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο στην έκδοση S Line.
Αφήνοντας στην άκρη τις μικρότερες εκδόσεις του 1,0 λίτρου, ο ανταγωνισμός ξεκινάει από τις εκδόσεις 35 TFSI, των 150 ίππων, με την αυτόματη παραλλαγή S tronic να διαθέτει ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48V και τιμή εκκίνησης τα 29.600 ευρώ.
Δε διαθέτει κάποια 2λιτρη παραλλαγή, ενώ για τετρακίνηση θα πρέπει ο υποψήφιος αγοραστής να σκαρφαλώσει στην κορυφή της γκάμας, όπου η αντιπαράθεση γίνεται σε επίπεδο σπορ εκδόσεων, καθώς απέναντι στις Mercedes AMG βρίσκεται το S3 των 310 ίππων και το κορυφαίο RS3 των 400 ίππων.
Αν και το Α3 διαθέτει δύο plug–in υβριδικές εκδόσεις, η ελληνική αντιπροσωπεία εισάγει κανονικά μόνο τη μικρότερη 40 TFSI e των 204 ίππων, που τιμάται στα 45.600 ευρώ, ενώ η ισχυρότερη 45 TFSI e των 245 ίππων είναι διαθέσιμη μόνο κατόπιν παραγγελίας. Από εκεί και πέρα, το Α3 έχει αποσυρθεί ουσιαστικά από το θέμα του ντίζελ, μιας και η μοναδική διαθέσιμη έκδοση είναι η αυτόματη 30 TDI, με 2λιτρο κινητήρα 116 ίππων.
Το Audi A3 διαθέτει επίσης σεντάν έκδοση αμαξώματος, αντίστοιχο της Mercedes A–Class sedan, που επίσης ανανεώθηκε.
BMW 1 Series
Τη γερμανική τριπλέτα συμπληρώνει φυσικά η χάτσμπακ υλοποίηση της BMW, η οποία μπορεί να ξεκίνησε την καριέρα της βασιζόμενη στη μοναδικότητα της πίσω κίνησης με διαμήκη κινητήρα, σε αυτή την τελευταία γενιά όμως έχει πλέον ασπαστεί την καθεστηκυία τάξη της εμπρός κίνησης με εγκάρσιο κινητήρα, εμποτισμένα με το οδηγικό DNA της BMW.
Η Σειρά 1 διατηρεί τον κορμό εκδόσεων με τον οποίον ξεκίνησε την καριέρα της το 2019, χωρίς κάποια ανανέωση (σχετικά με τα υβριδικά συστήματα ή τις οθόνες του ταμπλό). Βλέπετε, η BMW αποφάσισε σε αυτό το χρονικό σημείο να εστιάσει τις προσπάθειές της στη νέα γενιά της SUV X1, που παρουσιάστηκε εσχάτως, και της Χ2 που θα ακολουθήσει σύντομα.
Στη νέα Χ1 ήταν που είδαμε τα νέα κατορθώματα της BMW σε ό,τι αφορά τα τεχνολογικά στοιχεία των συστημάτων κίνησης, όπως τα ήπια υβριδικά συστήματα των μικρότερων εκδόσεων, τα εξελιγμένα plug–in συστήματα και, φυσικά, την αμιγώς ηλεκτρική παραλλαγή.
Η χάτσμπακ Σειρά 1, όμως, προς το παρόν δεν έχει εμπλουτιστεί ακόμη με τέτοια εξηλεκτρισμένα στοιχεία. Οι αρχικές εκδόσεις 116i και 118i τροφοδοτούνται από τον 3κύλινδρο κινητήρα του 1.5 λίτρου και το κόστος τους βρίσκεται κάτω από τα 30.000 ευρώ, καθώς το αυτόματο κιβώτιο είναι έξτρα. Αυτό είναι στάνταρντ στη 2λιτρη 120i των 178 ίππων και με κόστος 40.650 ευρώ.
Τις σπορτίφ αντιπαραθέσεις αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας η 128Ti των 265 ίππων και η κορυφαία τετρακίνητη M135i των 306 ίππων, με το κόστος να βρίσκεται στα 53.750 και τα 63.500 ευρώ, αντίστοιχα, για τις δύο αυτές εκδόσεις.
Μπορεί το χάτσμπακ της BMW να μην έχει εξηλεκτριστεί ακόμη, διατηρεί όμως μια ισχυρή παρουσία στο θέμα του ντίζελ, με τις διαθέσιμες εκδόσεις να ξεκινούν από το 1.5 λίτρο (120 ίπποι) και να φτάνουν μέχρι τις 2λιτρες υλοποιήσεις, με κορυφαία την τετρακίνητη 120d των 190 ίππων και κόστος τα 47.100 ευρώ.
Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά το αμάξωμα, εκτός από τη χάτσμπακ, υπάρχει και η έκδοση Gran Coupe, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επόμενη φάση ανανέωσης της Mercedes, που αφορά τη CLA και αναμένεται περί τα μέσα της χρονιάς που διανύουμε. Η Σειρά 2 Gran Coupe περιλαμβάνει αυτήν τη στιγμή τις ίδιες εκδόσεις με εκείνες της χάτσμπακ, εξαιρουμένης της αρχικής 116i και της σπορτίφ 118 Ti.
DS 4
Η DS, η luxury μπράντα του ομίλου Stellantis, έχει να προτείνει για την περίσταση μια crossover λύση. Αισθητικά πλησιάζει τα πρότυπα των χάτσμπακ, με μια αίσθηση από κουπέ, ενώ στην έκδοση Cross εμπλουτίζει τη συνταγή και με στοιχεία από SUV.
Η χαρισματική εξωτερική σχεδίαση συνδυάζεται με την κομψότητα και την πολυτέλεια του εσωτερικού και με μια άνετη κύλιση στον δρόμο, προκειμένου να δημιουργήσει αυτό το ιδιαίτερο σύνολο γαλλικής σύλληψης και υλοποίησης.
Η DS 4 βασίζεται στο πλούσιο τεχνολογικό υπόβαθρο του ομίλου Stellantis. Η αντιπαράθεση με την ανανεωμένη A–Class δε γίνεται με τις αρχικές εκδόσεις βενζίνης 1.2 και πετρελαίου 1.5. Εν αναμονή της επιστροφής στον τιμοκατάλογο, της δυνατής βενζινοκίνητης έκδοσης 1.6 των 180 ίππων, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην plug–in υβριδική έκδοση E–Tense των 225 ίππων, με το κόστος να ξεκινάει από τα 47.200 ευρώ.
Στο θέμα της ποιότητας κύλισης, που αποτελεί και ένα από τα ισχυρότερα ατού της DS 4, καταλυτική είναι η συνεισφορά του συστήματος DS Active Scan Suspension, που μέσω κάμερας «σαρώνει» το δρόμο εμπρός από το όχημα και προσαρμόζει την απόσβεση της ανάρτησης ανάλογα με το δρόμο.
Lexus UX
Στο ίδιο μήκος κύματος με την DS, μία ακόμα crossover πρόταση μας έρχεται εξ Ανατολών, και πιo συγκεκριμένα από τη Lexus. To luxury παρακλάδι της Toyota, από τότε που αποφάσισε να μην ανανεώσει το χάτσμπακ CT 200h, επικεντρώθηκε στο crossover UX για τη βάση της γκάμας.
Η ιαπωνική κουλτούρα έχει επηρεάσει θέματα όπως τη σχεδίαση και την ποιότητα, ενώ στο δρόμο την παράσταση κλέβει η ποιότητα κύλισης, παρά τις όποιες γκρίνιες προκύπτουν από τη λειτουργία του κιβωτίου.
H Lexus ήταν από τις πρώτες μάρκες που αποφάσισαν να επικεντρωθούν στον υβριδισμό, χάρη στην τεχνογνωσία της Toyota, ενώ το UX ήταν το πρώτο μοντέλο της εταιρείας που απέκτησε μία αμιγώς ηλεκτρική έκδοση, η οποία μάλιστα πρόσφατα δέχθηκε αρκετές αναβαθμίσεις.
Η γκάμα του υβριδικού UX εστιάζεται ουσιαστικά στην έκδοση 250 h, όπου το αυτοφορτιζόμενο σύστημα αποτελείται από ηλεκτρικό μοτέρ 109 ίππων και ατμοσφαιρικό κινητήρα 152 ίππων, με ένα συνδυαστικό αποτέλεσμα 184 ίππων.
Το σύστημα δίνει προτεραιότητα στις χαμηλές καταναλώσεις και εκπομπές ρύπων, ενώ μέσα στο υβριδικό πνεύμα λειτουργίας ένα επιπλέον μικρότερο ηλεκτρικό μοτέρ στους πίσω τροχούς φροντίζει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας τετρακίνητης μετάδοσης. Οι προσθιοκίνητες εκδόσεις ξεκινούν από τα 36.900 ευρώ, ενώ οι τετρακίνητες από τα 41.100 ευρώ.
VW Golf
Το εμβληματικό χάτσμπακ της VW, που την επόμενη χρονιά θα γιορτάσει τα 50ά του γενέθλια, μπορεί να μην είναι το κατεξοχήν luxury μοντέλο της κατηγορίας (άλλωστε για αυτόν το σκοπό το γερμανικό γκρουπ διαθέτει το Audi A3), δεν παύει όμως να είναι το σημείο αναφοράς, με μνημειώδη εμπορικά πεπραγμένα, τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο.
To μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε μια ανταγωνιστική αντιπαράθεση εντοπίζεται στην αυτόματη έκδοση του 1.5 λίτρου και των 150 ίππων, η οποία πλαισιώνεται από ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48V. Υπάρχουν πάντα οι σπορτίφ εκδόσεις GTI 245 ίππων, Clubsport 300 ίππων και η τετρακίνητη «R» των 320 ίππων, ενώ τη θερμική γκάμα συμπληρώνουν οι ντίζελ παραλλαγές με 2λιτρο κινητήρα 150 και 200 ίππων.
Δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι εξηλεκτρισμένες εκδοχής του plug–in υβριδικού συστήματος, με 204 και 245 ίππους και τιμή 47.500 και 50.300 ευρώ, αντίστοιχα.