Για να λυθεί το πρόβλημα, καταβάλλεται προσπάθεια από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης να ενωθούν τα μητρώα όλων των φορέων, ώστε να επιτευχθεί ο ακριβής εντοπισμός των ανασφάλιστων οχημάτων.
Με βάση τα όσα συχνά ανακοινώνει ο κ. Δημήτριος Ζορμπάς, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) την χρονιά που μας πέρασε διεξήχθησαν 643.718 έλεγχοι από τις υπηρεσίες της Τροχαίας, του Λιμεναρχείου και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και εντοπίστηκαν ανασφάλιστα 56.757 οχήματα, που μεταφράζεται σε ποσοστό 8,82% επί των ελεγχομένων. Αν βάλουμε στην εξίσωση το σύνολο των ασφαλισμένων οχημάτων του 2019 (6.261.993 μονάδες) και του 2020 (6.299.174 μονάδες) και εφαρμόσουμε σε αυτά το προαναφερθέν ποσοστό, ο αριθμός που προκύπτει για τα οχήματα που παραμένουν χωρίς ασφαλιστική κάλυψη ανέρχεται στα 555.000.
Toν Ιούλιο του 2020, με βάση τους ελέγχους του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως επί του αριθμού των ασφαλισμένων, διαπιστώθηκε ότι παρέμεναν ανασφάλιστα 586.206 οχήματα, τα οποία μπορεί να ήταν και 600.000 αν συμπεριλαμβάνονταν και οι έλεγχοι των λιμεναρχείων. Λίγους μήνες πριν (Φεβρουάριος 2020) το υπουργείο Οικονομικών δεν ήταν έτοιμο να εκκινήσει νέες διασταυρώσεις των διαθέσιμων βάσεων δεδομένων, ώστε να διαχωρίσει οριστικά τα ασφαλισμένα από τα ανασφάλιστα οχήματα.
Ένα από τα κυριότερα πρακτικά προβλήματα έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάθε πρόστιμο πρέπει να επιδίδεται στον παραβάτη από αστυνομικό όργανο, αντί για την αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων από την αρμόδια υπηρεσία. Αν τα πρόστιμα είναι εκατοντάδες χιλιάδες, είναι αντιληπτό ότι η κοινοποίησή τους από τα αστυνομικά όργανα είναι χρονοβόρα και αδύνατη. Σύμφωνα με τους ασφαλιστικούς κύκλους, η νέα υπαναχώρηση για τη λύση του προβλήματος έχει ενθαρρύνει το καθεστώς ανομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση της κυκλοφορίας των ανασφάλιστων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.