Με αφορμή την επάνοδο της MG στη χώρα μας, δοκιμάζουμε το MG4 Electric, που αντανακλά τις δυνατότητες του συγκεκριμένου κατασκευαστή.
Αυτό το χάτσμπακ με τη σφηνοειδή μάσκα και το μοναδικό του προφίλ δεν περνάει απαρατήρητο. Αναμφίβολα το πορτοκαλί χρώμα του λανσαρίσματος κάνει το MG4 Electric να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο, αλλά του δίνει συνάμα μια αναγνωρισιμότητα, σε συνδυασμό με τη δουλειά που έχει γίνει ήδη από τον όμιλο Συγγελίδη για το επαναλανσάρισμα της MG στη χώρα μας. Πραγματικά μας έκανε εντύπωση πόσο ενημερωμένος ήταν ήδη ο κόσμος που έσπευδε να το περιεργαστεί, οπουδήποτε σταθμεύαμε. Στο ίδιο αυτό πορτοκαλί είχαμε οδηγήσει το MG4 για πρώτη φορά πέρυσι στη Δανία, στο πλαίσιο της προκριματικής διαδικασίας του Αυτοκινήτου της Χρονιάς, και είχαμε πραγματικά εντυπωσιαστεί.
Το συμπαγές χάτσμπακ αμάξωμα του MG4 αποτελεί μια ευχάριστη εξαίρεση απέναντι στον ορυμαγδό των SUV. Έτσι, μέχρι το λανσάρισμα των ηλεκτρικών Peugeot 308 και Opel Astra, τα πλησιέστερα σε φιλοσοφία ηλεκτρικά θα λέγαμε πως είναι το Nissan Leaf και το ID.3 της Volkswagen. Με μήκος 4.287 χλστ., το MG4 είναι μια ιδέα πιο μικρό από το γερμανικό μοντέλο, σε σχέση με το οποίο όμως είναι λίγο πιο φαρδύ και σημαντικά (κατά 5 εκ.) πιο χαμηλό.
Το μεγάλο μεταξόνιο των 2.705 χλστ. εξασφαλίζει πλούσιους χώρους για τους πίσω επιβάτες, ενώ η πρόσβασή τους στο εσωτερικό διευκολύνεται από τις πολύ μεγάλες πόρτες, που ανοίγουν σχεδόν σε γωνία 90 μοιρών. Θα επιθυμούσαμε μόνο η βάση του καθίσματος να ήταν λίγο ψηλότερη, εντούτοις το δάπεδο δεν είναι τόσο ανασηκωμένο όπως σε άλλα ηλεκτρικά, καθώς το πάχος της μπαταρίας φτάνει μόλις τα 11 εκ. Σε κάθε περίπτωση, το φαρδύ αμάξωμα και το σχεδόν επίπεδο δάπεδο εξασφαλίζουν την άνετη φιλοξενία και ενός τρίτου επιβάτη. Πρακτικό και το ικανής χωρητικότητας πορτ μπαγκάζ των 363 λίτρων, χάρη στο κανονικοποιημένο σχήμα του και το χαμηλό του κατώφλι.
Περνώντας στη θέση του οδηγού, είναι ευπρόσδεκτη η απλή σχεδίαση του ταμπλό. Μαλακά υλικά καλύπτουν το άνω του μέρος, ορισμένα σκληρότερα έχουν όμορφη υφή, όπως και αυτά που συναντάμε στο άνω τμήμα των θυρών, ενώ κάποια άλλα δείχνουν λιγότερο ποιοτικά. Βολική αποδεικνύεται η αιωρούμενη κονσόλα, που φιλοξενεί τον περιστροφικό επιλογέα του συστήματος μετάδοσης, όπως και την κάπως ρηχή θέση του κινητού.
Ανάμεσα στα δύο καθίσματα, η επίσης ρηχή κονσόλα αποδεικνύεται πολύ πιο πρακτική από κάποιες άλλες… σπηλαιώδεις υλοποιήσεις. Πάντως, στο τελείωμά της υπάρχει ένας πιο βαθύς αποθηκευτικός χώρος για τη φύλαξη μεγαλύτερων αντικειμένων, με ένα πρακτικό διχτάκι στο εμπρός του μέρος. Το μόνο χωροταξικό παράπονό μας έχει να κάνει με το μικρό ντουλαπάκι του συνοδηγού.
Από τη θέση του οδηγού
Καθώς επιβιβαζόμαστε, μπροστά μας έχουμε ένα τιμόνι με όμορφο σχεδιασμό και τον ψηφιακό πίνακα οργάνων των 7 ιντσών, ενώ στο κέντρο του ταμπλό συναντάμε την οθόνη του συστήματος πολυμέσων με διαγώνιο 10,25 ιντσών, που συνδυάζεται μάλιστα με κάποιους φυσικούς διακόπτες, όπως αυτοί της αυξομείωσης της έντασης του ηχοσυστήματος. Τα καθίσματα είναι καλοσχεδιασμένα, μαλακά, και συγκρατούν σωστά το σώμα (θα θέλαμε λίγο καλύτερη στήριξη για τα πόδια μας). Την ίδια στιγμή ο οδηγός, χάρη στη σχετικά χαμηλή θέση του ταμπλό, απολαμβάνει εξαιρετική ορατότητα προς τα εμπρός, ενώ αντίθετα προς τα πίσω περιορίζεται από τα προσκέφαλα του πίσω καθίσματος.
Έτσι, στη μεσαία έκδοση Comfort του αυτοκινήτου μας (η οποία στην ελληνική αγορά αποκαλείται «Exclusive») μάς έλειπε η κάμερα οπισθοπορείας, η οποία όμως προσφέρεται μόνο στο επίπεδο εξοπλισμού Luxury, που θα είναι διαθέσιμο στη χώρα μας από τον ερχόμενο Νοέμβριο. Η Luxury παραλλαγή, πέρα από τον πλουσιότερο εξοπλισμό της, διαφοροποιείται εξωτερικά από τη διχρωμία της οροφής, τα ενιαία φωτιστικά σώματα στην ουρά και το χαρακτηριστικό διπλό πίσω σπόιλερ στην οροφή, που «χαρίζει» στο σχήμα του αυτοκινήτου.
Τέλος, στη βάση της γκάμας συναντάμε την έκδοση Standard (Excite στην Ελλάδα), που δεν υπολείπεται τόσο στον τομέα του εξοπλισμού, όσο διαφοροποιείται στο ηλεκτρικό κομμάτι, διαθέτοντας ηλεκτροκινητήρα χαμηλότερης ισχύος, μικρότερη μπαταρία, αλλά και πιο χαμηλή ισχύ ταχυφόρτισης.
Πιο συγκεκριμένα, το MG4, που βασίζεται στη νέα ηλεκτρική πλατφόρμα της SAIC, την MSP (Modular Scalable Platform), η οποία μπορεί να προσαρμοστεί σε διάφορους τύπους αμαξωμάτων και σε οχήματα των κατηγοριών από A έως και D, προσφέρεται αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας με μπαταρία χωρητικότητας 51 (βασική έκδοση Excite) ή 64 kWh (έκδοση Exclusive), που φορτίζουν αντίστοιχα στα 117 και τα 135 kW. Αμφότερες οι εκδόσεις αξιοποιούν για την κίνησή τους ένα ηλεκτρικό μοτέρ στον πίσω άξονα, με την ισχύ του να διαμορφώνεται αντίστοιχα στους 170 και τους 204 ίππους. Μια παραλλαγή με μπαταρία μεγαλύτερης χωρητικότητας (77 kWh), αλλά και η πολλά υποσχόμενη ισχυρότερη τετρακίνητη παραλλαγή, η XΡower με 435 ίππους(!), αναμένονται στην Ελλάδα τον προσεχή Νοέμβριο.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τις υπόλοιπες εκδόσεις, και ας δούμε τι έχει να προσφέρει η «δική μας» εκδοχή, με την 64άρα μπαταρία και τον κινητήρα των 204 ίππων.
Η ώρα της αλήθειας
Με την αρχή να έχει γίνει από την Tesla, την οποία και άλλα ηλεκτρικά μοντέλα έχουν μιμηθεί, έτσι και το MG4 δε διαθέτει μπουτόν εκκίνησης. Το μόνο που έχει να κάνει ο οδηγός είναι να θέσει τον περιστροφικό επιλογέα στη θέση «D», έχοντας πατημένο το πεντάλ του φρένου. Οι πρώτες θετικές εντυπώσεις ξεκινούν από τον πλήρη σε πληροφορίες πίνακα οργάνων και το καλοσχεδιασμένο μενού της οθόνης του συστήματος πολυμέσων.
Καθώς το αυτοκίνητο επιταχύνει, εντυπωσιάζει το χαμηλό επίπεδο θορύβου, αλλά αυτό που κλέβει αμέσως τις εντυπώσεις είναι ο τρόπος που η ανάρτηση του MG4 με τη διάταξη πολλαπλών συνδέσμων στους πίσω τροχούς διαχειρίζεται τις λακκούβες των ελληνικών δρόμων. Η κύλιση θυμίζει… Audi, στρογγυλεύοντας όλες τις κακοτεχνίες του δρόμου, κάτι που σπάνια συναντάται στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα οποία συνήθως, ένεκα και του αυξημένου τους βάρους, έχουν την τάση να αναπηδούν. Μάλιστα, πολύ σοφά το εργοστάσιο δεν έπεσε στην παγίδα τοποθέτησης πολύ μεγάλων τροχών – εν προκειμένω το MG4 διατίθεται με αλουμινένιους τροχούς 17 ιντσών και ελαστικά διάστασης 215/50.
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι πως η συγκεκριμένη ρύθμιση της ανάρτησης δεν κρύβει υποχωρήσεις στον τομέα της οδικής συμπεριφοράς. Ανεβάζοντας ρυθμό, το αυτοκίνητο δείχνει ουδέτερο στις στροφές, όντας σωστά ζυγισμένο, και διαγράφει απροβλημάτιστα την τροχιά που θα χαράξεις με το σωστό σε αίσθηση και ακριβές τιμόνι του.
Οι κλίσεις του αμαξώματος είναι επίσης περιορισμένες, με δεδομένο το γεγονός ότι το αυτοκίνητο διαθέτει χαμηλότερο κέντρο βάρους έναντι του ανταγωνισμού, σύμφωνα τουλάχιστον με την ίδια την MG. Είχαμε μάλιστα επισημάνει και πέρυσι την εξαιρετική επίδοσή του στο τεστ αποφυγής του ταράνδου που πραγματοποιήθηκε στο Tannistest, όπου ολοκλήρωσε τη διαδικασία με ταχύτητα εισόδου 70 χλμ./ώρα, παρουσιάζοντας μόνο κάποιες υπερστροφικές αντιδράσεις. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε την αίσθηση που συνολικά δίνει το MG4, είναι αυτή ενός ελαφρύτερου αυτοκινήτου, σε σχέση με τα 1.685 κιλά που ζυγίζει.
Παραμετροποιήσιμο
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το πόσο παραμετροποιήσιμο μπορεί να γίνει το αυτοκίνητο, αξιοποιώντας τις διαθέσιμες ρυθμίσεις μέσα από το εύχρηστο μενού του infotainment. Για αρχή, υπάρχουν πέντε προγράμματα οδήγησης (Xιόνι, Eco, Κανονικό, Σπορ, Προσαρμοζόμενο), με το τελευταίο να δίνει τη δυνατότητα ρύθμισης της υποβοήθησης του τιμονιού αλλά και της απόκρισης των φρένων! Αξίζει να επισημάνουμε πως το σύστημα πέδησης αποτελείται από τέσσερα δισκόφρενα, όταν ο γερμανικός ανταγωνισμός υιοθετεί ταμπούρα για τους πίσω τροχούς.
Ο οδηγός μπορεί επίσης να ρυθμίσει το βαθμό ανάκτησης σε τρία επίπεδα, όπου παραδόξως ακόμα και η «Υψηλή» επιλογή δε φαίνεται να επιβραδύνει ικανοποιητικά το αυτοκίνητο στο άφημα του δεξιού πεντάλ. Διατίθεται όμως η δυνατότητα ενεργοποίησης της οδήγησης με ένα πεντάλ, με την επιβράδυνση πλέον να γίνεται σαφώς πιο έντονη και να λειτουργεί μέχρι την ακινησία του οχήματος. Αν κάποιος δε θέλει να καταφύγει στο μενού, δίνεται η δυνατότητα προγραμματισμού του επιλογέα πάνω στο τιμόνι για την εναλλαγή των προγραμμάτων οδήγησης, ή την επιλογή του βαθμού ανάκτησης. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε πως παρέχεται επίσης η δυνατότητα απενεργοποίησης του ESP!
Στην καθημερινή συμβίωση, το MG4 αποδεικνύεται ιδιαίτερα φιλικό. Η ανάρτηση, όπως προαναφέραμε, δεν κουράζει μέσα στην πόλη, το αυτοκίνητο δείχνει ιδιαίτερα ζωντανό ακόμα και στη ρύθμιση Eco, ενώ το τιμόνι του «κόβει» πολύ, διευκολύνοντας στους επιτόπιους ελιγμούς.
Εννοείται πως οι 204 ίπποι και τα άμεσα διαθέσιμα 250 Nm της ροπής εξασφαλίζουν έναν πολύ ζωντανό χαρακτήρα, με το αυτοκίνητο να επιτυγχάνει το «0-100» σε 7,9 δλ. και την τελική ταχύτητα να διαμορφώνεται στα 160 χλμ./ώρα, τιμές πρακτικά ταυτόσημες με του VW ID.3, με τις συγγένειες ανάμεσα στα δύο μοντέλα να επεκτείνονται στην ισχύ της φόρτισης των 135 kW και στα 450 χλμ. της αυτονομίας… Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το γερμανικό μοντέλο υπήρξε το σημείο αναφοράς στην εξέλιξη του MG4.
Μιας και αναφερθήκαμε στην αυτονομία, το MG4 αποδείχθηκε ιδιαίτερα οικονομικό στα χέρια μας, με μέση κατανάλωση 16,1 kWh στη διάρκεια της δοκιμής, περιλαμβάνοντας πολλά χιλιόμετρα μετακινήσεων σε συνθήκες αυτοκινητοδρόμου (Αττική Οδός), με ενεργοποιημένο μάλιστα το σύστημα κλιματισμού. Αυτό σημαίνει ότι η φορτισμένη μπαταρία μάς εξασφάλιζε μια εμβέλεια περίπου 400 χιλιομέτρων, αριθμός που θα μπορούσε να προσεγγίσει την επίσημη τιμή αυτονομίας με περισσότερα χιλιόμετρα σε συνθήκες πόλης.
Ψάχνοντας για ψεγάδι…
Η εισβολή των Κινέζων σε κάθε εμπορική δραστηριότητα μπορεί αρχικά να βασίστηκε αποκλειστικά στη χαμηλή τιμή των προϊόντων τους (όπως άλλωστε συνέβη στο παρελθόν με τους Ιάπωνες και τους Κορεάτες), όμως πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό πως πρέπει να επενδύσουν στο προϊόν. Τώρα φαίνεται πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να κάνουν την απόβασή τους στις δυτικές αγορές με αυτοκίνητα που μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους επί ίσοις όροις.
Το MG4, που εξελίχθηκε για την ευρωπαϊκή αγορά, αποτελεί αναμφίβολα μια τέτοια περίπτωση, ενός ολοκληρωμένου δηλαδή αυτοκινήτου, για το οποίο στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να βρεις ψεγάδι. Με τιμή εκκίνησης στη χώρα μας τα 24.448 ευρώ για τη βασική έκδοση (στην οποία βέβαια περιλαμβάνεται η κρατική επιδότηση) και 28.750 για το αυτοκίνητο της δοκιμής μας, το MG4 Electric παραμένει φθηνότερο από ένα συμβατικό μικρομεσαίο χάτσμπακ και, φυσικά, αντιπροσωπεύει μια εξαιρετική αξία, αν στην εξίσωση συνυπολογίσεις τις επιδόσεις του και την ηλεκτρική του τεχνολογία. Τέλος, για τους πιο δύσπιστους, παρέχεται εγγύηση 7 ετών ή 150.000 χλμ._ 4Τ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
MG4 Electric
ΙΣΧΥΣ: 204 ίπποι >ΡΟΠΗ: 250 Nm >ΚΙΝΗΣΗ: Στους πίσω τροχούς >ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΜΠΡΟΣ: Γόνατα ΜακΦέρσον >ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΣΩ: Πολλαπλών συνδέσμων >ΜΠΑΤΑΡΙΑ: 64 kWh >ΜΗΚ.xΠΛ.xΥΨ.: 4.287x1.836x1.504 χλστ. >ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 2.705 χλστ. >ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ: 363 λίτρα >ΒΑΡΟΣ: 1.685 κιλά >0-100 ΧΛΜ./ΩΡΑ: 7,9 δλ. >ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 160 χλμ./ώρα >AYTONOMIA (WLTP): 450 χλμ. >ΦΟΡΤΙΣΗ AC: 11 kW >ΦΟΡΤΙΣΗ 10%-80% (DC): 35 λεπτά (135 kW) >ΤΙΜΗ: 28.740 ευρώ (περιλαμβάνει την επιδότηση του ελληνικού κράτους)
Για τη φόρτιση των αυτοκινήτων χρησιμοποιούμε το δίκτυο ηλεκτροκίνησης ΦΟΡΤΙΖΩ (www.fortizo.gr).
ΥΠΕΡ//ΑΝΕΣΗ//ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ//ΣΤΙΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ//ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ
ΚΑΤΑ//ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΠΙΣΩ