Δεν είναι πολλά τα καθημερινά αυτοκίνητα για τα οποία μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν έχουν ανταγωνισμό. Το συγκεκριμένο Vitara, όμως, είναι ένα από αυτά.
Μπορεί τη χρονιά που μας πέρασε το Suzuki Vitara να γιόρτασε τριάντα χρόνια ιστορίας, μέσα στο πέρασμά τους όμως το καταξιωμένο ιαπωνικό όχημα κατάφερε να μετουσιωθεί, από ένα σκληροτράχηλο off-road στις τρεις πρώτες γενιές, σε ένα σύγχρονο κόμπακτ SUV στην τελευταία του γενιά.
Αξίζει να σημειώσουμε αυτή την πολύ μεγάλη γκάμα πληροφοριών και σχηματικών αναπαραστάσεων, που απεικονίζονται στην οθόνη του πίνακα οργάνων και πληροφορούν τον οδηγό μεταξύ άλλων για την ισχύ, τη ροπή, την επιτάχυνση, την επιβράδυνση κ.ά.
Στην κορυφή της κονσόλας συνεχίζει να δεσπόζει η οθόνη αφής 7 ιντσών του συστήματος πολυμέσων της Suzuki (έκδοση GL+). Δίνει σίγουρα έναν τόνο πολυτέλειας, αφού, πέρα από τη συνδεσιμότητα του τηλεφώνου, προσφέρει δυνατότητα πλοήγησης και εικόνα από την κάμερα οπισθοπορείας. Θα θέλαμε ωστόσο, στο πλαίσιο της ανανέωσης, να είχαν διορθωθεί κάποιες μικρές ατέλειες, όπως η απουσία κάποιου κλασικού περιστροφικού διακόπτη για την αυξομείωση της έντασης (οι κραδασμοί του οδοστρώματος δε σου επιτρέπουν να χειριστείς τη μακρόστενη επιφάνεια αφής) ή το γεγονός της μειωμένης αναγνωσιμότητας, εάν φοράς γυαλιά με πολωτικούς φακούς.
Το αμάξωμα των 4.175 χλστ. με ένα μεταξόνιο 2,5 μ. προσφέρει απόλυτα ικανοποιητικούς χώρους για τέσσερα άτομα, ενώ λίγες παραχωρήσεις, λόγω του σχετικά ογκώδους κεντρικού τούνελ, θα χρειαστεί να κάνει ένας πέμπτος επιβάτης κανονικού αναστήματος. Το πορτ μπαγκάζ έχει χωρητικότητα 375 λίτρα, τιμή που μπορεί να φθάσει μέχρι τα 1.120 λίτρα, ενώ υπάρχει και διπλό δάπεδο.
Μία πολύ σημαντική αλλαγή που έφερε η ανανέωση στο Suzuki Vitara είναι η αναθεώρηση της γκάμας των κινητήρων. Αυτό οδήγησε στην κατάργηση τόσο του πετρελαιοκινητήρα όσο και του ατμοσφαιρικού 1.600άρη βενζινοκινητήρα, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον 1.000άρη BoosterJet, ενώ στην κορυφή συνεχίζει να βρίσκεται ο επίσης υπερτροφοδοτούμενος 1.4 των 140 ίππων. Αξίζει να δούμε πώς θα επηρεαστούν οι εγχώριες πωλήσεις του Vitara (μιας και η συντριπτική πλειονότητα αφορούσε αυτούς τους κινητήρες που καταργήθηκαν πλέον), το οποίο από το 2015(!) έχει «αγκαζάρει» την πρωτιά στην υποκατηγορία του. Μπορεί σε ό,τι αφορά το ντίζελ οι γνώμες να διίστανται (δείτε εδώ την άποψή μας), σε ό,τι αφορά όμως τη μικρή βενζινοκίνητη έκδοση η αλλαγή αυτή μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Πέραν του ότι μιλάμε για ένα πιο κόμπακτ και ελαφρύτερο σύνολο, σημασία δεν έχει η μικρή μείωση της μέγιστης ισχύος (από 120 σε 112 ίππους τώρα), αλλά η ελαφρώς μεγαλύτερη ροπή, που αποδίδεται μάλιστα σε πολύ χαμηλότερες σ.α.λ., χάρη στην υιοθέτηση ενός μικρού τούρμπο της ΙΗΙ, που λειτουργεί στο 1 bar πίεσης. Αυτό αυξάνει κατακόρυφα την ελαστικότητα και την ευκολία στην καθημερινή χρήση, αφού πρακτικά δε χρειάζεται σχεδόν ποτέ να πιέζεις τον κινητήρα, ενώ βελτιώνεται και η διαδικασία ενός προσπεράσματος στον ανοιχτό δρόμο. Μπορεί το κιβώτιο να διαθέτει 5 σχέσεις (όταν η πλειονότητα των υπερτροφοδοτούμενων ανταγωνιστών διαθέτει μία επιπλέον σχέση), η σφιχτή κλιμάκωση με την κοντή τελική σχέση μετάδοσης όμως χαρίζει ζωντάνια στο όλο σύνολο. Την ίδια στιγμή, η 3κύλινδρη αρχιτεκτονική δε γίνεται ποτέ αντιληπτή από πλευράς παραγόμενων ήχων και κραδασμών. Φτάνοντας στο βενζινάδικο, η μέση τιμή που καταγράψαμε ήταν 7,9 λτ./100 χλμ., ενώ με ένα οικονομικό στυλ ο οδηγός μπορεί να κατέβει και κάτω από τα 7 λίτρα/100 χλμ.
Σε θέματα ασφάλειας, το Vitara δεν κάνει παραχωρήσεις. Ήδη από το 2015 έχει αποσπάσει 5 αστέρια στις δοκιμές του EuroNCAP, ενώ, πέρα από τους στάνταρντ επτά αερόσακους, διαθέτει στo στάνταρντ εξοπλισμό της τετρακίνητης έκδοσης και σύστημα αυτόνομου φρεναρίσματος DSBS, με κάμερα και αισθητήρα λέιζερ, το οποίο έδειξε ότι λειτουργεί αποτελεσματικότερα, όντας λιγότερο ευαίσθητο σε σχέση με το RBS που φορούν άλλα μοντέλα της Suzuki.
Σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά στο δρόμο, η ανανέωση δεν έφερε ουσιαστικές μεταβολές σε αυτά που ξέραμε από την τέταρτη γενιά. Στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες το Vitara δίνει μια αρκετά συγκροτημένη αίσθηση στον οδηγό, όσο όμως ο ρυθμός αυξάνεται αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές οι μαλακές ρυθμίσεις της ανάρτησης. Οι κλίσεις του αμαξώματος είναι μεγαλύτερες, με μια μέτρια αίσθηση να χαρακτηρίζει σε κάθε περίσταση το τιμόνι. Καταλυτικός πάντως είναι ο ρόλος της τετρακίνησης, περιορίζοντας δραστικά τις όποιες πιθανότητες απώλειας πρόσφυσης. Χάρη στον ηλεκτρονικά ελεγχόμενο συνεκτικό συμπλέκτη του Allgrip Select, ο οδηγός όχι μόνο έχει ένα επιπλέον βοήθημα, αλλά μπορεί και να επέμβει στα χαρακτηριστικά λειτουργίας, χάρη στις τέσσερις διαθέσιμες επιλογές: Auto, Sport, Snow και Lock.
Στην πρώτη το Vitara είναι κατά βάση προσθιοκίνητο, ενώ στην τρίτη είναι κατά βάση τετρακίνητο, με τις επιλογές που δίνουν η Lock, η απενεργοποίηση του ESP και το σύστημα ελέγχου κατάβασης να βοηθούν σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις. Βλέπετε, υπάρχει ακόμα και στις μέρες μας ένα κοινό που θέλει την αυξημένη ενεργητική ασφάλεια που προσφέρει μία τετρακίνηση, καθώς και τις επιπλέον «εκδρομικές» της δυνατότητες. Σε αυτό συμβάλλει και η απόσταση των 185 χλστ. από το έδαφος, ενώ με μία τετράδα μικτών ελαστικών (κάτι που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τα οικολογικά ελαστικά με τα οποία ήταν εξοπλισμένο το αυτοκίνητο της δοκιμής μας) το Vitara θα μπορούσε να βελτιώσει κατακόρυφα τις δυνατότητές του. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι μία ρεζέρβα, αντί για κιτ επισκευής, θα έπρεπε να ανήκει στο στάνταρντ εξοπλισμό των τετρακίνητων εκδόσεων του Vitara.
Μπορεί ένα σύστημα τετρακίνησης να μην αποτελεί προτεραιότητα για την πλειονότητα των αγοραστών ενός κόμπακτ SUV με ασφάλτινο κατά βάση προσανατολισμό, δεν μπορεί όμως κανείς να υποβαθμίσει τη σπουδαιότητα ενός τέτοιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, σε συνδυασμό πάντα με ένα downsized σύγχρονο κινητήρα. Βλέπετε, οι περισσότεροι ανταγωνιστές προσφέρουν τετρακίνηση με μεσαίου και μεγαλύτερου κυβισμού βενζινοκινητήρες (με εξαίρεση το αρκετά μικρότερο Fiat Panda Cross), ενώ στα 19.450 ευρώ (21.650 ευρώ για την αυτόματη παραλλαγή) που κοστίζει το συγκεκριμένο Vitara, οι πλησιέστεροι τετρακίνητοι ανταγωνιστές είναι το φθηνότερο Dacia Duster και το ελαφρώς ακριβότερο Ford Ecosport, τα οποία είναι πάντως πετρελαιοκίνητα._Σ.Τ.