Ο Σκορπιός είναι εδώ, και το δεύτερο μοντέλο που... δαγκώνει με το κεντρί του, μετά το Grande Punto, είναι το λιλιπούτειο 500.
Ο Σκορπιός είναι εδώ, και το δεύτερο μοντέλο που… δαγκώνει με το κεντρί του είναι το λιλιπούτειο 500, μετά το Grande Punto που είχε παρουσιαστεί την περυσινή χρονιά και έχει ήδη πουλήσει 2.000 κομμάτια σε 9 μήνες. Το «κακό» 500 δεν θα το μπερδέψει κανείς με τίποτα άλλο στο δρόμο. Πάνω στο ήδη μοναδικό και ξεχωριστό σχέδιο του μικρού της Fiat, οι παρεμβάσεις της Abarth είναι σημαντικές, με αρκετές από αυτές να παραπέμπουν στους θρυλικούς προγόνους, και περισσότερο στο 595 Abarth. Ωστόσο κανένα σχεδιαστικό στοιχείο πάνω του δεν είναι προς εντυπωσιασμό, αλλά όλα έχουν το στόχο τους, όπως η μεγαλύτερη αεροτομή στο πίσω παρμπρίζ, η κατάτι επιμηκυμένη μάσκα που φιλοξενεί τα πιο περίπλοκα μηχανικά μέρη σε σχέση με το ατμοσφαιρικό μοντέλο και τα ανοίγματα στον προφυλακτήρα που παίζουν το ρόλο εισόδου αέρα στα δυο ιντερκούλερ.
Φυσικά, το 500 Abarth είναι υπερτροφοδοτούμενο, με το γνωστό κινητήρα των 1.368 κυβικών εκατοστών να αποδίδει, για την περίσταση 135 ίππους στις 5.500 σ.α.λ. και 21,0 χλγμ. ροπής στις 3.000 (λειτουργία Sport). Ο κινητήρας φθάνει στην απόδοση αυτή μέσω μιας τουρμπίνας σταθερής γεωμετρίας της ΙΗΙ και συνδυάζεται με κιβώτιο ταχυτήτων 5 σχέσεων, μιας και οι μηχανικοί της εταιρείας έκριναν ότι η αυξημένη ροπή, σε συνδυασμό με το χαμηλό βάρος, δεν απαιτεί πολύ σφιχτή κλιμάκωση. Η Abarth υπόσχεται μόλις 7,9 δλ. για την κλασική επιτάχυνση από στάση στα 100 χλμ./ώρα και τελική ταχύτητα 205 χλμ./ώρα, με κατανάλωση που δεν ξεπερνά τα 5,4 λίτρα ανά 100 χλμ. στον τυποποιημένο μικτό κύκλο. Ο ίδιος κινητήρας αποδίδει 160 και 200 ίππους στις ειδικές εκδόσεις “Opening Edition” και “Assetto Corse”, αντίστοιχα, που πάντως είναι περιορισμένης παραγωγής και έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου προπωληθεί. Η ανάρτηση του αυτοκινήτου έχει, με τη σειρά της, δεχθεί της περιποιήσεις της Abarth, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ηλεκτρονικά του αυτοκινήτου, με το ESP να μην απενεργοποιείται μεν, αλλά να αυτοπρογραμματίζεται σε μη-παρεμβατική λειτουργία, όταν ο οδηγός επιλέξει τη λειτουργία Sport. Το TTC (Torque Transfer Control) που ανήκει στον στάνταρ εξοπλισμό είναι απενεργοποιούμενο. Το σύστημα αυτό προσομοιώνει τη λειτουργία ενός μπλοκέ διαφορικού στον εμπρός άξονα, στέλνοντας περισσότερη ροπή στον τροχό με την καλύτερη πρόσφυση, με επιβολή φρένου αναλόγως.
Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, ο οδηγός έχει ό,τι χρειάζεται στη διάθεσή του για να μετακινηθεί ήρεμα ή να… πυροβολήσει επιθετικά. Από τον εξοπλισμό άνεσης και ασφάλειας δε λείπει τίποτα, ενώ σημειώνουμε τα απίθανα καθίσματα που αγκαλιάζουν το σώμα, το “flat-bottom” τιμόνι και το όργανο με ένδειξη πίεσης του τούρμπο, που περιλαμβάνει και τη λυχνία ιδανικής αλλαγής ταχύτητας. Στη λειτουργία Sport, αυτή η λυχνία υποδεικνύει τη βέλτιστη αλλαγή για μέγιστη επιτάχυνση ενώ, με το Sport απενεργοποιημένο, υποδεικνύει το σωστό σημείο αλλαγής για μέγιστη οικονομία. Στα εξτρά του αυτοκινήτου περιλαμβάνεται και σύστημα Blue&Me με λειτουργίες τηλεμετρίας για οδήγηση σε πίστα. Στο δρόμο, το αυτοκίνητο είναι απρόσμενα άνετο –για ειδική κατασκευή- και φιλικό, με το πίσω μέρος να αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει την τροχιά του. Οι ρυθμοί επιτάχυνσης είναι καταιγιστικοί, ειδικά στο Sport mode, οπότε ο κινητήρας αποδίδει τη μέγιστη ροπή του με λειτουργία overboost. Στην πίστα, η μη-απόλυτη ρύθμιση της ανάρτησης έχει ως αποτέλεσμα αρκετά αυξημένες κλίσεις, αλλά αυτό επ ουδενί δε συνεπάγεται χαμηλή πρόσφυση, ούτε απώλειες στη… διασκέδαση που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το αυτοκίνητο αναμένεται να ξεκινήσει τις πωλήσεις του πανευρωπαϊκά στις 19 Ιουλίου, στην –επίσης… πανευρωπαϊκή- τιμή των 18.500 ευρώ. Σε αυτήν, εμείς θα προσθέταμε το καταπληκτικό Blue&Me με το σύστημα τηλεμετρίας, και πιθανότατα τα ζαντολάστιχα των 17 ιντσών. Περισσότερα από τους 4Τ, άμα τη αφίξει του μοντέλου στη χώρα μας._Σ.Λ.