Δύο προτάσεις της ίδιας κατηγορίας με αρκετά κοινά στοιχεία, και μάλιστα προερχόμενες από εταιρείες του ίδιου ομίλου, θα μπορούσαν άνετα να σημάνουν την έναρξη εμφύλιου πολέμου. Μήπως όμως τελικά τα Nissan Juke και Renault Captur στις πετρελαιοκίνητες εκδόσεις τους δεν έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση, αλλά αντίθετα αλληλοκαλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα των μικρών crossover;
ΣΙΓΟΥΡΑ είναι πολλοί αυτοί που αντιμετωπίζουν ζηλόφθονα το «colpo grosso» της Nissan, η οποία, επιλέγοντας συνειδητά να μείνει έξω από τη μάχη της συμβατικής μικρομεσαίας κατηγορίας, κατάφερε να πείσει το κοινό με το εναλλακτικό Qashqai και να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή στο χώρο των crossover. Η συνέχεια με το Juke ήρθε ως η απόλυτα λογική επέκταση της επιτυχημένης συνταγής στη μικρότερη κατηγορία, με τους Ιάπωνες να ανοίγουν ουσιαστικά το δρόμο για την εδραίωση των μικρών crossover, που σήμερα επιδεικνύουν μια αξιοζήλευτη δυναμική, αφού μέσα στα τελευταία δύο χρόνια έχουν διπλασιάσει τις πωλήσεις τους κλέβοντας από τα σουπερμίνι ένα ποσοστό που αγγίζει το 14%.
Στο κύμα των κατασκευαστών που έσπευσαν να μπουν στο παιχνίδι, η Renault ήταν εξαρχής σε πλεονεκτική θέση, αφού, ως ο πλέον στενός συνεργάτης των Ιαπώνων, δε βρέθηκε σε άγνωστα νερά. Έτσι, μπορεί το Captur να μην ακολούθησε τους αισθητικούς ακροβατισμούς του Juke, όμως σίγουρα ωφελήθηκε από την υιοθέτηση ενός δοκιμασμένου τεχνολογικού πακέτου, αφού τα δύο μοντέλα μοιράζονται πλατφόρμα και, βέβαια, μηχανικά σύνολα. Μιλάμε λοιπόν για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή για μια έξυπνη κίνηση του ομίλου Nissan-Renault να διευρύνει το πεδίο επιρροής του, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο, αφού η κοινή τεχνολογία συνεπάγεται και χαμηλό κόστος; Αναζητώντας την απάντηση, φέρνουμε το ανανεωμένο Juke απέναντι στο «αδελφό» Captur, εστιάζοντας στις πετρελαιοκίνητες εκδόσεις, που σήμερα κατέχουν τη μερίδα του λέοντος σε επίπεδο ενδιαφέροντος και ζήτησης.
Περί ορέξεως…
Κατά γενική ομολογία, η επιλογή ενός αυτοκινήτου βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στην αισθητική του. Το Juke ήταν αυτό που από την πρώτη στιγμή αλλά και μέχρι σήμερα κεντρίζει τη ματιά με τη φουτουριστική του εικόνα, που θα μπορούσε να έχει βγει από ταινία επιστημονικής φαντασίας με πλοκή σε κάποια μελλοντική εποχή. Παρά την τετραετία που ήδη κουβαλά, το σχήμα του παραμένει από τα πιο φρέσκα που μπορείς να συναντήσεις στην κατηγορία – και όχι μόνο. Εξού και οι ελάχιστες αλλαγές που συνοδεύουν το πρόσφατο facelift, στο οποίο οι παρατηρητικοί θα εντοπίσουν την πιο σκουρόχρωμη απόχρωση στα εμπρός φωτιστικά σώματα, που πλέον φιλοξενούν και φώτα ημέρας LED σε σχήμα που θυμίζει κάτι από 370Z, καθώς και τους ελαφρώς ανασχεδιασμένους εμπρός και πίσω προφυλακτήρες. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η ιδιαιτερότητα των αναλογιών του είναι σήμερα περισσότερο οικεία απ’ ό,τι στην αρχή της καριέρας του, το Juke από πλευράς εμφάνισης παραμένει ένα από τα μοντέλα που είτε αποδέχεσαι από την αρχή είτε δεν αποδέχεσαι ποτέ.
Αντίθετα, στη Renault κινήθηκαν σε πιο ασφαλή μονοπάτια, δίνοντας στο Captur φινέτσα και μοντέρνο ύφος, αλλά μέσα από πιο ισορροπημένες και συμβατικές φόρμες, που εναρμονίζονται και με την παρούσα σχεδιαστική γλώσσα της εταιρείας, όπως άλλωστε προδίδει και η συμβατότητα της εικόνας του με αυτήν του Clio. Οι ίδιες αντιστοιχίες εντοπίζονται και στο εσωτερικό, όπου στο μεν Juke η εικόνα είναι περισσότερο ανάγλυφη και παιχνιδιάρικη, τη στιγμή που στο Captur κυριαρχούν πιο απλές και κλασικές γραμμές. Σε ό,τι αφορά την ιαπωνική πρόταση, πάντως, οι αλλαγές του ανανεωμένου μοντέλου είναι ακόμα πιο δύσκολα διακριτές εντός, οπότε επί της ουσίας στεκόμαστε στην ποιοτική εικόνα, που πηγάζει κυρίως από την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια της συναρμογής, αλλά και στην αίσθηση διακοπτών και χειριστηρίων, με το Captur να αντιτάσσει επίσης ποιοτικά υλικά, χωρίς όμως να μοιράζεται μια αντίστοιχα συμπαγή αίσθηση με αυτήν του Juke.
Από εκεί και πέρα, το πιο σημαντικό όφελος για το ιαπωνικό μοντέλο έχει να κάνει με το λειτουργικό και το χρηστικό επίπεδο, καθώς πλέον στον εξοπλισμό του περιλαμβάνεται ως επιλογή και το πακέτο ηλεκτρονικών μέτρων ασφάλειας Nissan Safety Shield, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα συστήματα αποφυγής αλλαγής λωρίδας, προειδοποίησης τυφλού σημείου και ανίχνευσης κινούμενων αντικειμένων περιμετρικά του οχήματος. Σε συνδυασμό με αυτά, το νέο Juke έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει μία από τις βασικές αδυναμίες της προηγούμενης γενιάς, και αναφερόμαστε φυσικά στο χώρο αποσκευών, ο οποίος έχει ανέβει από τα 251 στα 354 λίτρα (στις προσθιοκίνητες εκδόσεις), υιοθετώντας τη λύση του διπλού πατώματος. Ωστόσο, ακόμα και με αυτήν τη σημαντική βελτίωση, η χωροταξική διαμόρφωση δεν έχει μετατραπεί ξαφνικά σε δυνατό του στοιχείο, καθώς ο χώρος για τα πόδια των πίσω επιβατών παραμένει περιορισμένος. Σε αυτόν τον τομέα το Captur έχει ένα σαφές προβάδισμα, όντας πιο γενναιόδωρο σε χώρους για επιβάτες και αποσκευές. Μπορεί μάλιστα αυτό να ακούγεται περίεργο, από τη στιγμή που και τα δύο μοντέλα χρησιμοποιούν την πλατφόρμα B του ομίλου Renault-Nissan, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Captur στηρίζεται ουσιαστικά στο Clio Estate, με αποτέλεσμα να διαθέτει μεγαλύτερο κατά 76 χιλ. μεταξόνιο (2.606 χιλ.) από αυτό του Juke. Έτσι, εκτός από τον περισσότερο αέρα που προσφέρει για τα πόδια των πίσω επιβατών, υπερέχει κατά 23 λίτρα και στη χωρητικότητα του πορτ μπαγκάζ.
Το χρώμα των επιλογών
Όσο περισσότερο ζεις και γνωρίζεις τα δύο μοντέλα, τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται πως τελικά οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες, ακόμα και σε τομείς όπου θα μπορούσε να υπάρχει απόλυτη ταύτιση απόψεων. Γεγονός που τονίζει τον εσκεμμένο διαχωρισμό χαρακτήρα και, εντέλει, προσδιορισμού που έχει αποφασιστεί από τις δύο εταιρείες. Πάρτε για παράδειγμα τις επιλογές σε κινητήρα και μετάδοση, όπου σε αμφότερες τις προτάσεις κάτω από το καπό ζει ο γνωστός 1.500άρης dCi πετρελαιοκινητήρας του ομίλου. Όμως στο μεν Captur είναι στη γνωστή στα μικρομεσαία Renault έκδοση των 90 ίππων, όταν στο Juke, χάρη σε αλλαγές στη χαρτογράφηση, στο σύστημα τροφοδοσίας και στον υπερτροφοδότη, το εν λόγω σύνολο φθάνει τους 110 ίππους, με το πλεονέκτημα και σε επίπεδο ροπής να αγγίζει τα +4 χλγμ.! Βάζοντας στην εξίσωση και το δεδομένο του κιβωτίου 6 σχέσεων του ιαπωνικού μοντέλου, έναντι εκείνου των 5 του Γάλλου αντιπάλου του, έχετε μια ξεκάθαρη εικόνα για το πού γέρνει η ζυγαριά των επιδόσεων.
Πιο ουσιαστικό πλεονέκτημα από τα 6 δέκατα υπέρ του Juke στη διαδικασία των 0-100 χλμ./ώρα (11,8 δλ. έναντι 12,4 δλ.) είναι τα ολόκληρα δευτερόλεπτα που κερδίζει στις ρεπρίζ με επιλεγμένες τις μεγαλύτερες σχέσεις στο κιβώτιο, όπως με 4η και 5η σχέση, όπου για τα 80-110 χλμ./ώρα το Juke απαιτεί 6,8 και 8,7 δλ., όταν οι αντίστοιχες τιμές του Captur είναι 8,1 και 12,4 δλ. Δε χρειάζεται, όμως, να δεις τους αριθμούς για να σιγουρευτείς για τη ζωντάνια που δείχνει πως έχει το Juke από την πρώτη κιόλας στιγμή, με τον 1.5 dCi να επιβεβαιώνει και εδώ τη γνωστή, καλή του εικόνα. Μπορεί λοιπόν η τραχύτητα του ήχου του να μαρτυρά πως δεν πρόκειται για κάποιο από τα τελευταίας γενιάς σύνολα, όμως η ευρωστία και η δύναμη καλύπτουν απόλυτα τις απαιτήσεις και για σβέλτη κίνηση όταν η βελόνα του στροφομέτρου βρίσκεται μεταξύ των 1.800 και των 4.500 σ.α.λ., τη στιγμή που η πυκνή κλιμάκωση του κιβωτίου με το σίγουρο και γρήγορο επιλογέα κολακεύει ακόμα περισσότερο, καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό την αδιαφορία του στις πολύ χαμηλές στροφές.
Η λειτουργία του, μάλιστα, παραμένει ικανοποιητική και στην πιο αδύναμη έκδοση, με το ατού να βρίσκεται και εδώ στην απόκριση και τη γεμάτη αίσθηση των μεσαίων στροφών, αν και εδώ το βέλτιστο εύρος περιορίζεται ουσιαστικά μέχρι τις 4.000 σ.α.λ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πλεονέκτημα είναι οι μειωμένες απαιτήσεις σε καύσιμο, με την καλύτερη διαχείριση που επιτρέπει το 6άρι κιβώτιο να δίνει και εδώ ένα οριακό πλεονέκτημα, καθώς το Juke καταγράφει μια μέση κατανάλωση της τάξης των 6,4 λίτρων/100 χλμ., όταν αυτή του Captur φθάνει τα 6,5 λίτρα/100 χλμ.
Συνεχίζοντας στη λογική της διαφοροποίησης και παρά τις αντίστοιχες προδιαγραφές σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική της ανάρτησης με την κλασική συνταγή των γονάτων Μακφέρσον εμπρός και του ημιάκαμπτου άξονα πίσω, το Juke, εκτός από ταχύτερο σε επιδόσεις, αποδεικνύεται και το πιο ευχάριστο οδηγικά. Το ρόλο της σε αυτό παίζει η υιοθέτηση πιο σφιχτών ρυθμίσεων, οι οποίες εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ακρίβεια και ζωντάνια στην απόκριση, οπότε, σε συνδυασμό με τη συμπαγή αίσθηση που έχει η κύλιση, ακόμα και σε κακό οδόστρωμα, αλλά και με την ευελιξία που δίνουν οι μαζεμένες διαστάσεις, το Juke είναι εξίσου ευχάριστο και αποτελεσματικό τόσο εντός όσο και εκτός πόλης. Θα πρέπει, μάλιστα, να πιέσεις παραπάνω σε κάποια επαρχιακή διαδρομή για να εκδηλώσει κάποια από τα αναπόφευκτα χαρακτηριστικά του αυξημένου ύψους από το έδαφος, όπως είναι οι εντονότερες κλίσεις, που πάντως δεν επηρεάζουν την ομοιογένεια ή την προοδευτικότητα των δυναμικών χαρακτηριστικών.
Επί της ουσίας, πάντως, εάν ξεπεράσεις το ψυχολογικό κομμάτι που συνδέεται με τη σχετικά ψηλή θέση οδήγησης, διαπιστώνεις πως το Juke στέκεται οδηγικά στο επίπεδο ενός καλού συμβατικού χάτσμπακ. Το τιμόνι συγκαταλέγεται στα θετικά στοιχεία, με βάση τα δεδομένα της κατηγορίας, συνδυάζοντας την ακρίβεια με την αρκετά ικανοποιητική πληροφόρηση, τη στιγμή που τα φρένα παραμένουν πάντα στο ύψος των περιστάσεων, ενώ τα περιθώρια της πρόσφυσης αποδεικνύονται αρκετά υψηλά, ακόμα και σε επιφάνειες με φτωχή ποιότητα. Όχι βέβαια πως το Captur θα γεννήσει σε αντίστοιχες συνθήκες ερωτηματικά. Απλώς από την πρώτη στιγμή φανερώνει έναν πιο τυπικό και ήπιο οδηγικό χαρακτήρα, δηλώνοντας έτσι την περισσότερο οικογενειακή του προσέγγιση. Δεν έχει, άλλωστε, τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια του Clio, οπότε οι πιο μαλακές ρυθμίσεις της ανάρτησης, που επιτρέπουν μεγαλύτερες κλίσεις στο αμάξωμα, αλλά και η τονισμένη υποβοήθηση του τιμονιού, που στερεί σε αίσθηση, δε θα προκαλέσουν τον οδηγό για κάτι παραπάνω. Ωστόσο, η ομοιογένεια και η προοδευτικότητα των αντιδράσεων ακόμα και υπό πίεση είναι και στην περίπτωση του Captur το βασικό δεδομένο του οδηγικού προφίλ, με το μακρύτερο μεταξόνιο να δίνει επιπλέον σιγουριά στο πάτημα στις υψηλές ταχύτητες, τη στιγμή που ο συνδυασμός πιο μαλακών αμορτισέρ/ελατηρίων, αν και δεν καταφέρνει να δώσει στην κύλιση τη συμπαγή αίσθηση του Juke, προσφέρει ένα σαφές πλεονέκτημα στην άνεση, ειδικά στο ταξίδι και στις πολύωρες μετακινήσεις.
Δεν έτυχε… Πέτυχε!
Όσο και αν μοιάζει με μια αντιπαράθεση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για δύο εκπροσώπους του ίδιου ομίλου σε μια κατηγορία με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για ένα πετυχημένο κόλπο από την πλευρά των Nissan και Renault, οι οποίες έχουν εσκεμμένα διαφοροποιήσει το ύφος της κάθε πρότασης, ώστε αφενός να μην «τρακάρουν» μεταξύ τους και αφετέρου να καλύψουν ένα μεγαλύτερο εύρος γούστων και απαιτήσεων.
Για το κοινό, βέβαια, λίγη σημασία έχουν τα σχέδια των εταιρειών, οπότε, εστιάζοντας στα στοιχεία που διαμορφώνουν την εικόνα κάθε μοντέλου, μπορούμε να πούμε πως το ανανεωμένο Juke παραμένει η κυρίαρχη δύναμη στην κατηγορία, με το νεανικό χαρακτήρα που ουσιαστικά το ίδιο εδραίωσε. Προσφέρει ένα καθ’ όλα ολοκληρωμένο πακέτο, που συνδυάζει την ποιότητα με τον οδηγικό χαρακτήρα και τις επιδόσεις, έχοντας μάλιστα επέμβει επιτυχώς σε αδυναμίες του χθες, για παράδειγμα στην ουσιαστική αύξηση του χώρου αποσκευών. Ωστόσο, ο γαλλικός αντίλογος είναι σε κάθε περίπτωση υπολογίσιμος και το Captur, παραθέτοντας τα δικά του δυνατά χαρτιά της άνεσης και της χρηστικότητας, δείχνει ως η πιο λογική επιλογή όταν στην πρώτη γραμμή των κριτηρίων μπαίνουν περισσότερο πρακτικές ανάγκες οικογενειακού χαρακτήρα._ 4Τ
ΜΟΝΤΕΛΟ | JUKE | CAPTUR |
Κυβισμός (κ.εκ.) | 1.461 | 1.461 |
Ισχύς (ίπποι/σ.α.λ.) | 110/4.000 | 90/4.000 |
Ροπή (χλγμ./σ.α.λ.) | 26,5/1.750 | 22,4/1.750 |
Κιβώτιο | Χειροκίνητο 6 σχέσεων | Χειροκίνητο 5 σχέσεων |
ΜxΠxΥ (χλστ.) | 4.135×1.765×1.565 | 4.122×1.778×1.566 |
Μεταξόνιο (χλστ.) | 2.530 | 2.606 |
Χώρος αποσκ. (λτ.) | 354 | 377 |
Βάρος (κιλά) | 1.295 | 1.170 |
CO2 (γρ./χλμ.) | 104 | 95 |
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ (τιμές 4Τ) | | |
0 – 100 χλμ./ώρα (δλ.) | 11,8 | 12,4 |
50 – 80 χλμ./ώρα με 3η (δλ.) | 4 | 5 |
80 – 110 χλμ./ώρα με 4η/5η(δλ.) | 6,8/8,7 | 8,1/12,4 |
120 – 140 χλμ./ώρα με 5η/6η (δλ.) | 9,4/11,5 | 12,7 |
120 – 0 χλμ./ώρα (μ.) | 57,8 | 57,4 |
Μέση κατ.(λτ./100 χλμ.) | 6,4 | 6,5 |