Mε την πληθωρική από πλευράς διαστάσεων GLB, πατάει πλέον πόδι η Mercedes στη δημοφιλή κατηγορία των οικογενειακών compact SUV, κερδίζοντας το στοίχημα στον τομέα των χώρων απέναντι στους άμεσους ανταγωνιστές της.
Ήταν το 2008 όταν η Mercedes λάνσαρε για πρώτη φορά ένα SUV για τη μικρομεσαία κατηγορία. Η GLK, με μήκος 4,5 μ., θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα της ελληνικής αγοράς, και θα αποτελούσε ένα βέβαιο best seller -το premium Qashqai, αν θέλετε-, αν στο ξεκίνημά της δεν προσφερόταν αποκλειστικά με κινητήρες άνω των 3,0 λίτρων. Ακολούθησε η οικονομική κρίση και η παρουσίαση της GLA, που εν μέρει κάλυψε το κενό στο κάτω άκρο της γκάμας, γεγονός όμως παρέμεινε πως η γερμανική εταιρεία δε διέθετε μια γήινη πρόταση προσανατολισμένη στις οικογενειακές ανάγκες.
Το κενό αυτό ήρθε πλέον να καλύψει η GLB, το όγδοο μοντέλο με το οποίο η Mercedes εκπροσωπείται στη μικρομεσαία κατηγορία, η οποία αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο των συνολικών πωλήσεων της εταιρείας. Αξιοποιώντας το δάπεδο της A-Class, η γερμανική εταιρεία δημιούργησε μια πρόταση σαφώς διαφοροποιημένη σε σχέση με τη νεότερη γενιά της GLA, τόσο αισθητικά όσο και σε διαστάσεις. Η GLB είναι μεγαλύτερη σε μήκος κατά 20-25 εκ. όχι μόνο σε σχέση με το μικρότερο αδελφάκι της, αλλά και με τα premium οικογενειακά μοντέλα του ανταγωνισμού. Διαθέτοντας παραπλήσιες διαστάσεις με την GLC και δυνατότητα 7θέσιας διαμόρφωσης, καταφέρνει να προσφέρει το κάτι παραπάνω σε χώρους, ανάγκη που μέχρι σήμερα κάλυπταν τα X-Trail / 508 / Tarraco / Kodiac / Tiguan Allspace.
Προκειμένου να γίνει καλύτερη εκμετάλλευση των εσωτερικών χώρων, δόθηκε στο αμάξωμα της GLB μια πιο ορθογώνια διαμόρφωση, που η εταιρεία θέλει να παρομοιάζει με εκείνη της G-Class, με το σχεδιασμό εν μέρει να παραπέμπει και στην GLS. Το αισθητικό αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες γυάλινες επιφάνειες, δε διαθέτει το δυναμισμό της GLA ή της GLC, σε κάθε περίπτωση όμως τα θέματα της εμφάνισης είναι υποκειμενικά. Απόδειξη πως η GLK, που δώδεκα χρόνια πριν σόκαρε με τις γωνιώδεις γραμμές της, σήμερα παραμένει ένα διαχρονικό σχήμα.
Στο εσωτερικό της GLB, είναι ο πίνακας οργάνων με το σύστημα πολυμέσων MBUX που προδίδει αμέσως τη συγγένεια με την A-Class· διαφορετικά, ένα μεγάλο χάσμα χωρίζει την άνεση με την οποία τα δύο αυτοκίνητα φιλοξενούν τους επιβάτες τους. Χάρη στο μεταξόνιο των 2.829 χλστ. της GLB και στη συρόμενη δεύτερη σειρά καθισμάτων, οι πίσω επιβάτες θα μετακινηθούν με μεγάλη άνεση, με το χώρο αποσκευών των 560 λίτρων να παραμένει εξίσου εντυπωσιακός. Ως έξτρα προσφέρεται το αυτοκίνητο και με τρίτη σειρά καθισμάτων (δεν ήταν τέτοια η περίπτωση της «δικής μας» GLB), για τη φιλοξενία δύο επιβατών αναστήματος έως 1,68 μ. Στη δημοσιογραφική παρουσίαση του αυτοκινήτου στην Ισπανία αποπειραθήκαμε να βολέψουμε το λίγο μεγαλύτερο ανάστημά μας (1,78) στην τελευταία σειρά καθισμάτων μιας 7θέσιας GLB και οριακά το καταφέραμε, όμως αυτό που περισσότερο μας δυσκόλεψε ήταν η πρόσβαση και η έξοδος, που είναι δυσκολότερη απ’ ό,τι σε άλλα 7θέσια της αγοράς, τα οποία όμως κατά τεκμήριο είναι μεγαλύτερα σε μήκος περί τα 10 εκ. σε σχέση με την GLB.
Εν κατακλείδι, μια τετραμελής οικογένεια θα ταξιδέψει μαζί με τις αποσκευές της με περισσή άνεση. Όχι ότι ένας πέμπτος επιβάτης θα δεινοπαθήσει, καθώς το πλάτος της καμπίνας είναι ικανοποιητικό, όμως είναι περισσότερο το σχετικά ογκώδες -αν και επίπεδα διαμορφωμένο- κεντρικό τούνελ που θα κληρώσει τη μεσαία θέση στον μικρότερο της παρέας… Αν, πάντως, κάτι εντυπωσιάζει στο εσωτερικό της GLB, αυτό είναι ο αέρας πάνω από τα κεφάλια των επιβατών, που προσφέρει μια επιπλέον αίσθηση άνεσης και ταυτόχρονα είναι υπεύθυνος για την κάπως παλιομοδίτικη εικόνα του προφίλ του αυτοκινήτου, όπου κυριαρχούν οι μεγάλες γυάλινες επιφάνειες, σε μια εποχή που οι σχεδιαστές δημιουργούν παράθυρα-πολεμίστρες… Τουλάχιστον οι επιβάτες απολαμβάνουν ένα πιο ευήλιο εσωτερικό στα ταξίδια τους. Για να κλείσουμε το κεφάλαιο των χώρων, αν κάποιος μπει στη διαδικασία της σύγκρισης με την επίσης οικογενειακή B-Class, η GLB είναι μακρύτερη κατά 215 χλστ., φαρδύτερη κατά 38 χλστ. και ψηλότερη κατά… 96 χλστ., στοιχεία που τελικά αντανακλώνται και στην αναλογικά μεγαλύτερη ευρυχωρία του μικρομεσαίου SUV της Mercedes.
Η ποιότητα κατασκευής στο εσωτερικό είναι υπεράνω κριτικής, ενώ, όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιβάτες κάθονται ψηλότερα σε σχέση με το χάτσμπακ αδελφάκι του, με τα εμπρός καθίσματα να αποδεικνύονται ξεκούραστα στο ταξίδι, παρ’ ότι δε διαθέτουν έντονη στήριξη. Στο οπτικό πεδίο του οδηγού παρεμβάλλεται η παχιά και κάπως πιο όρθια κολόνα του παρμπρίζ, που θα προβληματίσει περισσότερο στις αριστερές φουρκέτες, ενώ οι πίσω φαρδιές κολόνες βρίσκονται… πολύ μακριά για να αποδειχθούν ενοχλητικές στην οδήγηση. Άλλωστε, σύμμαχος στους όποιους ελιγμούς είναι οι μεγάλοι καθρέφτες και η πληθώρα ηλεκτρονικών βοηθημάτων, όπως το πακέτο «Parking» με το οποίο ήταν εφοδιασμένο το αυτοκίνητο της δοκιμής. Η κάμερα οπισθοπορείας προσφέρει μια ευκρινή εικόνα στην εντυπωσιακή οθόνη του MBUX, που στο αυτοκίνητό μας ήταν στην πιο πλήρη εκδοχή της, με τη μεγάλη οθόνη των 10,25 ιντσών και το μεγάλο ψηφιακό πίνακα οργάνων. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, εντούτοις η… καμπύλη εκμάθησης του συστήματος είναι το ίδιο απότομη με εκείνη της διασποράς του κορονοϊού… Οι όποιες επιλογές πραγματοποιούνται μέσα από την οθόνη αφής, το τιμόνι, ένα ευαίσθητο touchpad στην κεντρική κονσόλα που πολλές φορές μπορεί να ενεργοποιηθεί κατά λάθος, και το σύστημα φωνητικής ενεργοποίησης, που θα ήταν και το ιδανικό αν υποστήριζε την ελληνική γλώσσα, ή τουλάχιστον αν αντιλαμβανόταν πιο αποτελεσματικά την ελληνική προφορά, με τον τρόπο που το κάνουν τα αντίστοιχα συστήματα της Google και της Apple.
Αρκεί ο 1.300άρης κινητήρας;
Η GLB προσφέρεται με μια ποικιλία κινητήριων συνόλων βενζίνης και πετρελαίου, όλα συνδυασμένα με κιβώτια διπλού συμπλέκτη 8 σχέσεων, με εξαίρεση τη βασική έκδοση βενζίνης – όπως αυτή της δοκιμής μας, την GLB 200 με το γνωστό κινητήρα 1.33 των 163 ίππων, που διαθέτει 7άρι κιβώτιο. Τόσο η GLB 200 όσο και η βασική έκδοση πετρελαίου, η GLB 180 d με το 2λιτρο πετρελαιοκινητήρα των 116 ίππων, προσφέρονται αποκλειστικά ως προσθιοκίνητες, ενώ κατά περίπτωση στα ισχυρότερα σύνολα η τετρακίνηση διατίθεται ως στάνταρντ ή κατ’ επιλογήν. Εύλογα κάποιος θα αναρωτηθεί κατά πόσο ο μικρός κινητήρας της GLB είναι ικανός να εκπληρώσει επάξια το μεταφορικό της έργο. Δε χρειάζονται παρά λίγα μέτρα πίσω από το τιμόνι της GLB 200 για να αντιληφθείς πόσο ικανό είναι το κινητήριο σύνολο να κινήσει τα 1.555 κιλά του αμαξώματος. Γραμμικός στην απόδοσή του σε όλο το φάσμα στροφών, δείχνει πρόθυμος από χαμηλά, με τη μέγιστη ροπή των 250 Nm να αποδίδεται ήδη από τις 1.620 σ.α.λ. και μέχρι τις 4.000, δε θα «κρεμάσει» στο άνω όριο των στροφών, όπου όμως η λειτουργία του γίνεται πιο τραχιά.
Σε γενικές γραμμές, ο προσανατολισμός του αυτοκινήτου είναι στραμμένος σε μια πιο άνετη λειτουργία, και στην κατεύθυνση αυτή είναι προσαρμοσμένο και το κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, που μπορεί να μη χαρακτηρίζεται από τη φινέτσα του 8αριού των υπόλοιπων εκδόσεων, εντούτοις δένει τέλεια με τον κινητήρα και διαθέτει μια εξαιρετικά ομαλή λειτουργία. Το «0-100» έρχεται σε 9,1 δλ., εντούτοις οι εμπρός τροχοί στην ελληνική άσφαλτο θα σπινάρουν έντονα, παρά τα ελαστικά 235/55 στις έξτρα ζάντες των 18 ιντσών της «δικής μας» GLB.
Στον αυτοκινητόδρομο, τόσο εξαιτίας του πρόθυμου κινητήρα όσο και χάρη στην πολύ καλή ηχομόνωση, θα πιάσεις τον εαυτό σου να κινείται με 10-15 χλμ./ώρα πιο πάνω από τις προθέσεις του. Στα 130 χλμ./ώρα επικρατεί ησυχία στην καμπίνα, με περιορισμένους τόσο τους αεροδυναμικούς θορύβους όσο και εκείνους της κύλισης. Η αεροδυναμική της GLB φαίνεται να έχει μελετηθεί σωστά, και για αυτό οι μέτριοι άνεμοι οι οποίοι έπνεαν στις ημέρες της δοκιμής δεν κατάφεραν να επηρεάσουν στο ελάχιστο την κατευθυντικότητά της.
Το τιμόνι με την παχιά στεφάνη είναι σωστά ζυγισμένο, προσφέρει την απαραίτητη πληροφόρηση και είναι προσαρμοσμένο απόλυτα στη φιλοσοφία του αυτοκινήτου. Έτσι, το σύνολο των χειριστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του πεντάλ των φρένων, διαθέτουν μια ευπρόσδεκτη ομοιογένεια, και αν κάτι θα ξενίσει ορισμένους -πλην των πελατών της γερμανικής εταιρείας-, αυτό είναι η θέση του επιλογέα του κιβωτίου στη δεξιά πλευρά της κολόνας του τιμονιού, εκεί που όλοι οι… ταπεινοί κατασκευαστές τοποθετούν το μοχλοδιακόπτη για τους καθαριστήρες.
Παρά τη μαλακή ρύθμιση της ανάρτησης, ο έλεγχος του αμαξώματος είναι αποτελεσματικός, με τις κλίσεις να παραμένουν σε λογικό επίπεδο. Εννοείται πως η GLB δεν προορίζεται για γρήγορη οδήγηση, εντούτοις στην όποια υπερβολή οι αντιδράσεις είναι πιο κόσμιες του αναμενόμενου, δεδομένου του ύψους και του ύφους της κατασκευής. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στη στάνταρντ ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων του πίσω άξονα, που έχει ευεργετικές ιδιότητες και στον τομέα της άνεσης. Για την ακρίβεια, η GLB προσφέρει την καλύτερη κύλιση εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα μοντέλα της εταιρείας που μοιράζονται το ίδιο δάπεδο, και μόνο οι διαδοχικές ανωμαλίες της ασφάλτου θα προκαλέσουν κάποιες μικρές αναπηδήσεις από τον πίσω άξονα. Στα μείον σημειώστε την κατανάλωση του κινητήρα, που στον αυτοκινητόδρομο, με λογικές ταχύτητες κίνησης, θα συγκρατηθεί λίγο πάνω από τα 7 λίτρα/100 χλμ., στην πόλη όμως θα φλερτάρει ακόμα και με τα 11 λίτρα/100 χλμ.
Πού στοχεύει;
Αναμφίβολα η GLB έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην γκάμα της εταιρείας. Με τιμή εκκίνησης τα 37.235 ευρώ, η GLB 200 κοστίζει 15.000 λιγότερο από την αντίστοιχων διαστάσεων GLC 200, που διατίθεται αποκλειστικά ως 5θέσια. Η GLB διαθέτει την απαραίτητη πρακτικότητα για τις οικογενειακές μετακινήσεις, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερους χώρους από τις ομόλογες premium προτάσεις του ανταγωνισμού, αποτελώντας ταυτόχρονα μια δελεαστική πρόταση για την ιδιαίτερη και ολιγομελή κατηγορία των 7θέσιων μικρομεσαίων SUV.
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Η Mercedes GLB 200 είναι η βασική έκδοση του μοντέλου, με τιμή εκκίνησης τα 37.235 ευρώ, που περιλαμβάνει αερόσακο γονάτων, cruise control, κάμερα οπισθοπορείας, δερμάτινο σπορ τιμόνι πολλαπλών λειτουργιών με χειριστήρια αλλαγής ταχυτήτων και ζάντες αλουμινίου 17 ιντσών. Ο ψηφιακός πίνακας χρεώνεται 586 ευρώ, η οθόνη 10,25 ιντσών του MBUX τιμάται 846 ευρώ, ενώ η τρίτη σειρά καθισμάτων 976 ευρώ. Από εκεί και πέρα, ο υποψήφιος ιδιοκτήτης μπορεί να προσθέσει διάφορα εξοπλιστικά πακέτα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το πακέτο Driving Assistance (1.966 ευρώ), που περιλαμβάνει το σύστημα Pre-Safe και το ενεργό σύστημα ελέγχου απόστασης Distronic, το πακέτο άνεσης Keyless-Go (976 ευρώ), που διαθέτει και την αυτόματη λειτουργία πόρτας χώρου αποσκευών και το πακέτο δέρματος (1.809 ευρώ). Η γκάμα του μοντέλου περιλαμβάνει ακόμα τις βενζινοκίνητες GLB 250 και 250 4MATIC (224 PS) με τιμές 48.300 και 51.850 ευρώ, όπως επίσης τη Mercedes-AMG GLB 35 4MATIC (306 PS) με 61.700 ευρώ. Τη σειρά συμπληρώνουν οι πετρελαιοκίνητες εκδοχές: η GLB 180 d (116 PS) ξεκινάει από τα 43.280 ευρώ, οι GLB 200 d και 200 d 4MATIC (150 PS) κοστίζουν 46.300 και 51.100 ευρώ και οι GLB 220 d και 220 d MATIC 52.800 και 55.300 ευρώ.