Εντός και εκτός πόλης, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Τα μικρά αυτοκίνητα της εποχής μας φορούν και 1.200άρια μοτέρ, οπότε δεν περιορίζονται στο στενό πλαίσιο των πόλεων. Τα μικρά αυτοκίνητα της εποχής μας φορούν και 1.200άρια μοτέρ, οπότε δεν περιορίζονται στο στενό πλαίσιο των πόλεων.
ΜΕ δεδομένο ότι η εποχή προστάζει downsizing και πλέον τα σουπερμίνι, κατά πρώτο λόγο, και τα μικρά, εν συνεχεία, κυριαρχούν στις επιλογές του αγοραστικού κοινού, οι εταιρείες προσπαθούν να δημιουργήσουν πακέτα που να εκπληρώνουν όλο και περισσότερες ανάγκες. Διστάζουμε να το παραδεχτούμε, αλλά τα κάποτε δεύτερα και τρίτα αυτοκίνητα μιας οικογένειας έχουν φτάσει σε σημείο πολλές φορές να αποτελούν σήμερα το μοναδικό μεταφορικό της μέσο, οπότε θα πρέπει να είναι ικανά για τα πάντα ή, για να μην υπερβάλλουμε, για αρκετά από αυτά. Πέντε πόρτες, λοιπόν, ικανοποιητικοί χώροι, σχετικά χαμηλή κατανάλωση και κινητήρες που μπορούν μέχρι και να σε ταξιδέψουν με άνεση. Κωδικός «1,2 λίτρα», συνεπώς, για τα νέα Citroen C1 και Kia Picanto, και φύγαμε για την Εύβοια!
Σαν τις παλιές, καλές(;) εποχές
Κάποτε στριμώχνονταν τέσσερα, πέντε (ή και παραπάνω) επιβάτες σε μικρά αυτοκίνητα, και γυρνούσαν όλη την Ελλάδα. Τα χρόνια πέρασαν, και όλα τα παραπάνω άρχισαν να μας φαίνονται δύσκολα, μίζερα, έως και γραφικά, καθώς στα πάρκινγκ των 4άστερων και 5άστερων ξενοδοχείων συνωστίζονταν τα θηριώδη SUV. Η επιστροφή στις παλιές συνήθειες δεν αποτελεί «προνόμιο» μόνο των Ελλήνων, καθώς ανάλογη στροφή έχουν κάνει οι καταναλωτές σε όλον τον κόσμο. Τα επιτελεία των αυτοκινητοβιομηχανιών, ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις των καιρών, εμπλουτίζουν την γκάμα τους με πολυεργαλεία τσέπης, προσφέροντας μικρά αλλά ολοκληρωμένα αυτοκίνητα, όπως αυτά της δοκιμής μας, το πορτοκαλί PureTech C1 και το λευκό Picanto, το οποίο μάλιστα είναι έκδοσης Sport.
Παρατηρώντας τους δύο μονομάχους μας, η νέα γενιά του μοντέλου της Citroen έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από την προηγούμενη όσον αφορά την αισθητική, ενώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι πλέον τα μοντέλα της τριάδας (μαζί με Aygo και «108») διαφέρουν περισσότερο το ένα από το άλλο. Μπορεί, βέβαια, να βασίζεται πάνω στην ίδια πλατφόρμα, αλλά το συνολικό πακέτο έχει εστιάσει στα «πρέπει» και τα «θέλω» της εποχής και του ανταγωνισμού της κατηγορίας. Το πλάτος του είναι ίδιο, αλλά γενικότερα οι διαστάσεις του έχουν μεγαλώσει. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί οι δυνατότητες εξατομίκευσης, την ώρα που έχει δοθεί περισσότερη προσοχή και στους τομείς της ποιότητας, των επιδόσεων και, φυσικά, της οικονομίας-οικολογίας. Όντας το πιο κομψό στην εξωτερική εμφάνιση σε σχέση με τους άλλους δύο συγγενείς του, σε συνδυασμό και με το χρώμα που βγάζει μάτι, στην εξόρμησή μας οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή, με τους περισσότερους, ιδιαίτερα τις κοπέλες, να στέκονται στο εμπρός μέρος αλλά και στο πόσο πιο αρμονικές είναι πλέον οι γραμμές του σε σχέση με του προηγούμενου.
Ο ανανεωμένος Κορεάτης μας, από την άλλη, έρχεται σε μια παραλλαγή (Sport) που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από μοντέλα της συγκεκριμένης κατηγορίας, με τις διαφοροποιήσεις να εντοπίζονται στο κόκκινο περίγραμμα της μάσκας και στους σπορ προφυλακτήρες εμπρός και πίσω, με προβολείς ομίχλης και διπλή απόληξη εξάτμισης. Τα εμπρός φωτιστικά σώματα περιλαμβάνουν στοιχεία LED. Στις επιπλέον διαφορές σε σχέση με ένα «απλό» Picanto συγκαταλέγονται τα φιμέ πίσω τζάμια, οι χρωμιωμένες χειρολαβές, οι εξωτερικοί καθρέφτες στο χρώμα του αμαξώματος και τα σπορ πλευρικά μαρσπιέ. Σημειώστε, τέλος, τις ζάντες αλουμινίου των 14 ιντσών (15΄΄ με τάσια για το C1) αλλά και το σύστημα πέδησης, το οποίο σε αυτήν την περίπτωση αποτελείται από δισκόφρενα εμπρός και πίσω (ταμπούρα πίσω στο Citroen), σε μια κατηγορία που αυτό δε συνηθίζεται.
Φιλόξενα!
Το ταξίδι μας έχει ξεκινήσει, με τη Μαρία Μαργαρίτη να αποτελεί τη γυναικεία… άποψη της παρέας μας (όπως και να το κάνουμε, σε αυτήν την κατηγορία οι κυρίες έχουν ένα λόγο παραπάνω), τον Γιάννη να πιάνει τις Canon από τη νέα γέφυρα της Χαλκίδας και μετά, και τα δύο αυτοκίνητά μας να αποδεικνύονται ιδιαίτερα φιλόξενα, εντός και εκτός πόλης. Σαφώς πιο νεανικό και φρέσκο το εσωτερικό του C1, το οποίο έχει βελτιωθεί και στον τομέα της ποιότητας. Παρ’ όλα αυτά, δεν εντοπίζεις εύκολα το σημείο το οποίο έχει κάνει -αυτό που λέμε- τη μεγάλη διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη γενιά του. Από καλούδια είναι αρκετά γεμάτο σε αυτήν του την έκδοση, αφού μεταξύ όλων των αναμενόμενων διαθέτει έως και cruise control, το οποίο συναντάμε συνήθως σε αρκετά μεγαλύτερα μοντέλα. Η ένστασή μας είναι για την απουσία στροφομέτρου στην έκδοση της δοκιμής μας, το οποίο θεωρούμε ότι πρέπει να ανήκει στο βασικό εξοπλισμό ενός αυτοκινήτου.
Στα εντός του Picanto, τώρα, τα πράγματα είναι πιο συμβατικά, όμως όλα είναι στη θέση τους, ακριβώς εκεί που περιμένεις να βρίσκονται σε ένα απόλυτα εργονομικό και λειτουργικό αυτοκίνητο πόλης. Η έκδοση Sport της δοκιμής μας περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, αυτόματο κλιματισμό, μαύρο σπορ εσωτερικό, χρωμιωμένες χειρολαβές, δερμάτινο τιμόνι και λεβιέ, bluetooth με δυνατότητα streaming, ραδιοCD με χειριστήρια στο τιμόνι και θύρα USB & AUX. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της άνεσης και οι μεγάλοι χώροι για τα δεδομένα της κατηγορίας -ακόμα για τους πίσω επιβάτες- είναι στα υπέρ του Picanto, το οποίο μπορεί να μεταφέρει 200 λίτρα αποσκευών, την ίδια ώρα που ο αποθηκευτικός χώρος του C1 αγγίζει τα 180, εκτός αν συνδυάζεται με κιτ επισκευής ελαστικού, οπότε αυξάνεται στα 196 λίτρα.
Συμβαδίζουν και τα δύο με την παραπάνω δύναμη;
Παρ’ ότι έχουμε να κάνουμε με τις ισχυρότερες εκδόσεις των δύο μοντέλων, και οι δύο είναι απαλλαγμένες από το κόστος των τελών κυκλοφορίας, με τον μεν 3κύλινδρο του Citroen να εκπέμπει 99 γρ. CO2/χλμ. και τον 4κύλινδρο του Kia 100 γρ./χλμ. Το ατμοσφαιρικό σύνολο των 82 ίππων του C1 με τα 11,8 χλγμ. ροπής από τις 2.750 σ.α.λ. υπερτερεί της μικρότερης έκδοσης των 998 κ.εκ. κατά 13 ίππους και 2,1 χλγμ. ροπής. Έτσι, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως ο PureTech 1.200άρης είναι σαφώς πιο ζωηρός, γεγονός που αποτυπώνεται και με τα όργανα του περιοδικού. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως την ώρα που το C1 1.2 χρειάζεται 11,5 δλ. για το «0-100», τα αντίστοιχα 1.000άρια Aygo και «108» που έχουμε μετρήσει κυμαίνονται λίγο πάνω από τα 14 δλ., με την ψαλίδα να ανοίγει ακόμα περισσότερο στις ρεπρίζ, πάντα, φυσικά, υπέρ της έκδοσης των 1.199 κ.εκ., η οποία -από την άλλη- αποδεικνύεται αρκετά θορυβώδης όταν ο οδηγός βυθίζει το δεξί πεντάλ, με τους κραδασμούς που παράγουν οι 3 κύλινδροι να παρεισφρέουν στην καμπίνα των επιβατών. Στις μεσαίες στροφές το φαινόμενο γίνεται λιγότερο έντονο, για να αποκτήσει και πάλι τραχιά λειτουργία, πλησιάζοντας στον κόφτη. Στην πράξη μπορείς να κινηθείς αρκετά γρήγορα. Οι κινητήριοι τροχοί είναι πιο επιρρεπείς στο σπινάρισμα, ενώ συμπτώματα που είχαμε παρατηρήσει στις μικρότερες εκδόσεις της τριάδας, όπως οι σημαντικές κλίσεις του αμαξώματος και η έντονη μεταφορά βάρους, γίνονται πιο εμφανή στο ισχυρότερο σύνολο. Την όλη κατάσταση σώζει το θετικό και ακριβές τιμόνι, που βοηθά στο σωστό έλεγχο του αυτοκινήτου. Στα θετικά σημειώστε την ευελιξία μέσα στην πόλη, χάρη στη μικρή διάμετρο στροφής (9,6 μ.).
Περνώντας πίσω από το τιμόνι του Kia, ο 1.200άρης κινητήρας αποδεικνύει ότι είναι ιδιαίτερα ζωντανός, παρ’ ότι υστερεί σε επιδόσεις έναντι του C1, τόσο στο «0-100», όπου το Kia χρειάζεται 12,3 δλ., όσο και στις ρεπρίζ, εκτός από εκείνη της 3ης με 80-110 χλμ./ώρα, όπου έχουμε ισοπαλία με 7,2 δλ. Μεγάλη απόσταση χωρίζει και σε αυτήν την περίπτωση το δυνατό Picanto από το 1.000άρι, που χρειάζεται 15,7 δλ. για το «0-100», ενώ για την αντίστοιχη ρεπρίζ 3ης χρειάζεται 9,3 δλ. Το Kia, παρ’ όλα αυτά, δείχνει να συμβαδίζει πολύ περισσότερο με αυτήν την παραπάνω δύναμη (εξού και στην Κορέα θα διατίθεται και με 1.000άρη υπερτροφοδοτούμενο κινητήρα), καθώς δεν έχει επηρεάσει -όπως στην περίπτωση του C1- τα οδηγικά χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου. Το πλαίσιο ανταποκρίνεται στις εντολές του οδηγού και οι κλίσεις είναι περιορισμένες, την ώρα που η ανάρτηση προσφέρει την απαιτούμενη άνεση. Θα επιθυμούσαμε ένα πιο βαρύ και με λίγο καλύτερη αίσθηση τιμόνι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερείται ακρίβειας, ακόμα και στις υψηλότερες ταχύτητες.
Όσον αφορά τη δοκιμασία ακινητοποίησης, το Picanto 1.2 Sport βελτιώνει σημαντικά την επίδοσή του (έναντι της μέτρησης που είχαμε πραγματοποιήσει το 2011) στο «120-0», με την απόσταση ακινητοποίησης να έχει περιοριστεί από τα 65,1 στα 60,6 μ., τιμή όμως που υπολείπεται των 58,4 μ. του C1. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία δίσκων στο Picanto Sport και στους πίσω τροχούς θα μετριάσει τα συμπτώματα κόπωσης στο σύστημα πέδησης ύστερα από σκληρή χρήση.
Αυτά ή τα 1.000άρια;
Αξίζει τελικά να κάνει κάποιος την υπέρβαση επιλέγοντας τις ισχυρότερες εκδόσεις; Η αλήθεια είναι πως στο C1 η μικρή διαφορά των μόλις 900 ευρώ έναντι της έκδοσης του 1,0 λίτρου, σε συνδυασμό με τις εντυπωσιακές επιδόσεις του, καθιστούν δελεαστική την απόκτησή του. Όμως είναι οι ίδιες οι επιδόσεις που βγάζουν στην επιφάνεια τις όποιες αδυναμίες του συνόλου. Από την άλλη, το Kia Picanto (που από τον Απρίλιο έρχεται ελαφρώς ανανεωμένο εμφανισιακά και με προδιαγραφές Euro 6), παρ’ ότι ακριβότερο κατά 1.760 ευρώ έναντι της μικρότερης έκδοσης, αποτελεί μια σαφώς πιο ολοκληρωμένη πρόταση από εκείνη της Citroen, και μάλιστα ελάχιστα πιο οικονομική στις βασικές εκδόσεις και με σοβαρή παρακαταθήκη και μεταβιβάσιμη κληρονομιά… την 7ετή εργοστασιακή εγγύηση της εταιρείας._ 4Τ
CITROEN C1 1.2
ΥΠΕΡ/ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ/ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗ
ΚΑΤΑ/ΤΡΑΧΥΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
KIA PICANTO 1.2
ΥΠΕΡ/ΧΩΡΟΙ/ΠΡΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΑΤΑ/ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΙΜΟΝΙΟΥ
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Τα δύο αυτοκίνητα χωρίζουν μόλις 110 ευρώ στις βασικές 5θυρες εκδόσεις τους, με οριακά φθηνότερο αυτό της Kia. To C1 των 11.700 ευρώ (10.085 με απόσυρση και Green Bonus), που είχαμε στη διάθεσή μας, αποτελεί ουσιαστικά αυτό που λέμε βασική έκδοση με βάση τον εξοπλισμό, την οποία θα βρείτε με τον κωδικό «Feel» στον τιμοκατάλογο της εταιρείας. Εξοπλισμένη με τα απαραίτητα, διαθέτει μεταξύ άλλων ESC, Hill Assist, αερόσακους πλαϊνούς και οροφής, air condition, υπολογιστή ταξιδίου, ηχοσύστημα με MP3, ακόμα και περιοριστή και ρυθμιστή ταχύτητας. Σημαντική έλλειψη το στροφόμετρο, ενώ σε αυτήν την έκδοση διατίθεται με σιδερένιες ζάντες 15 ιντσών. Ελάχιστα πιο πλούσιο, το οριακά φθηνότερο Picanto των 11.590 ευρώ (10.910 με απόσυρση) διαθέτει μεταξύ άλλων και ηλεκτρονικό κλιματισμό στη βασική του έκδοση, ακόμα και τέσσερα ηλεκτρικά παράθυρα. Στην έκδοση Sport -όπως αυτή της δοκιμής μας- θυμίζουμε ότι, με επιβάρυνση μόλις 400 ευρώ, εκτός από τις εξωτερικές αισθητικές πινελιές, διαθέτει επιπλέον τέσσερα δισκόφρενα και ζάντες αλουμινίου 14 ιντσών.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΜΠΑΝΕΛΛΗΣ