Ή πώς η βιομηχανία έχει βρει τον τρόπο να μας έχει μόνιμους πελάτες…
Σε μια τυπικά αμερικανική φιέστα, η οποία έλαβε χώρα το 2001 στον πυροσβεστικό σταθμό του Λίβερμορ στην Καλιφόρνια, συγκεντρώθηκαν κοντά στα χίλια άτομα προκειμένου να γιορτάσουν τα 100ά γενέθλια μιας… λάμπας, η οποία καταφέρνει να καίει χωρίς διακοπή εδώ και έναν αιώνα! Το μυστικό του συγκεκριμένου λαμπτήρα χάθηκε μαζί με τους ανθρώπους που τον σχεδίασαν και τον κατασκεύασαν, σε μια μικρή βιοτεχνία στο Σέλμπι του Οχάιο. Εντούτοις, κάτι που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι η θνητότητα που συνοδεύει τις λάμπες πυράκτωσης είναι κάτι που μεθόδευσαν οι ίδιοι οι κατασκευαστές τους! Το 1881 η ηλεκτρική λάμπα, δύο χρόνια αφότου τη λάνσαρε ο Τόμας Έντισον, είχε ήδη διάρκεια ζωής 1.500 ώρες, για να φτάσει τις 2.500 στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Οι προοπτικές ήταν ακόμα πιο ευοίωνες, καθώς στη συνέχεια κατατέθηκαν πατέντες για λάμπες που θα διαρκούσαν ακόμα και 100.000 ώρες, οι οποίες όμως ποτέ δεν έφτασαν στα ράφια των καταναλωτών. Και αυτό γιατί ο λαμπτήρας, σύμβολο της καινοτομίας και της εφευρετικότητας, έμελλε τότε να πέσει θύμα του πρώτου καρτέλ που δημιουργήθηκε για το μοίρασμα και τον έλεγχο της αγοράς.
Σε μια μυστική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε το 1924 στη Γενεύη, κατασκευαστές λαμπτήρων από όλο τον κόσμο συγκεντρώθηκαν προκειμένου να συμφωνήσουν σε έναν κοινό στόχο: τον περιορισμό της ζωής των προϊόντων τους στις 1.000 ώρες, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη ζήτηση. Όλο αυτό δε βρίσκεται στη φανταστική σφαίρα κάποιας θεωρίας συνωμοσίας, καθώς τα πρακτικά από τις μεθοδεύσεις του συγκεκριμένου τραστ έβγαλε στο φως, ογδόντα χρόνια αργότερα, ένας ιστορικός ονόματι «Χέλμετ Χούγκε». Το καρτέλ πραγματοποιούσε ακόμα και εργαστηριακές μετρήσεις για τα προϊόντα των μελών του και, όποτε δεν πληρούνταν οι στόχοι, επιβάλλονταν υψηλά χρηματικά πρόστιμα!
Η λάμπα είναι, λοιπόν, το πρώτο θύμα της προγραμματισμένης αχρήστευσης, της διαδικασίας δηλαδή εκείνης που ένα προϊόν καθίσταται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, άχρηστο για τον κάτοχό του. Περισσότερα για τη συγκεκριμένη πρακτική μέσα από την οποία τέθηκαν οι βάσεις της καταναλωτικής κοινωνίας μπορείτε να διαβάσετε στο απόσπασμα του βιβλίου του Γιώργου Λιαμάδη (Πολιτισμός της αυτοκίνησης: Design & Styling) που δημοσιεύουμε στις σελίδες μετά τον Αντίλογο στο τεύχος Αυγούστου.
Και αν κάποτε οι μηχανικοί σχεδίαζαν ένα προϊόν ώστε να κρατήσει για πάντα, ήδη από τα πρώτα βήματα της μαζικής παραγωγής οι βιομήχανοι θεώρησαν πως ένα προϊόν που πεισματικά αρνείται να φθαρεί αποτελεί τραγωδία για τις «μπίζνες»…
Μάλιστα, κάποιοι οικονομολόγοι, στην περίοδο της κρίσης του Μεσοπολέμου, πρότειναν μέχρι και την υποχρεωτική απόσυρση των προϊόντων ως μια λύση για την αύξηση της παραγωγής και, κατά συνέπεια, τον περιορισμό της ανεργίας.
Φυσικά, το αυτοκίνητο δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την πρακτική της προγραμματισμένης αχρήστευσης, και αυτό άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην Αμερική ήδη από τη δεκαετία του '50. Μόνο που στην περίπτωση αυτήν η βιομηχανία δεν ακολούθησε την ανήθικη οδό του καρτέλ των λαμπτήρων, κατασκευάζοντας προϊόντα που θα ήταν προβληματικά για τον ιδιοκτήτη τους έπειτα από κάποιο διάστημα. Η προγραμματισμένη αχρήστευση εν προκειμένω απευθύνθηκε στο θυμικό των καταναλωτών, δελεάζοντάς τους συνεχώς με νέα προϊόντα. «Better, newer, sooner» ήταν το μότο του Αμερικανού σχεδιαστή Μπρουκ Στίβενς, με αποτέλεσμα η αγορά προϊόντων να πραγματοποιείται όχι για να εξυπηρετηθεί μια ανάγκη, αλλά ως μια διαδικασία που προσφέρει χαρά. Ή, για να το πούμε αλλιώς, γιατί κάποιος θα ήταν δυστυχής ως ιδιοκτήτης ενός παλιού αυτοκινήτου.
Στρατιές σχεδιαστών, τεχνικών και μαρκετίερ αποτέλεσαν τα γρανάζια αυτού του μοντέλου ανάπτυξης, σε συνδυασμό βέβαια με τη διαφήμιση και την ολοένα μεγαλύτερη δυνατότητα δανεισμού. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρον. Το «anti-growth» κίνημα, μάλιστα, θεωρεί ότι η κατανάλωση δε μας κάνει πιο ευτυχισμένους, και χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το γεγονός ότι, παρ' ότι αυτή έχει αυξηθεί κατά 26 φορές από την εποχή του Μαρξ, ο κόσμος είναι είκοσι φορές λιγότερο ευτυχής.
Πολλοί, βέβαια, αμφιβάλλουν για το αν μπορεί να υπάρξει βιώσιμο οικονομικό μοντέλο χωρίς τη μέθοδο της προγραμματισμένης αχρήστευσης. Στο μεταξύ, όμως, καθώς ένα νέο προϊόν λανσάρεται κάθε 3 λεπτά της ώρας, την ίδια στιγμή εξαντλούμε τις πρώτες ύλες του πλανήτη και δημιουργούμε ασύλληπτες ποσότητες σκουπιδιών, με τις πιο τοξικές να μεταφέρονται παράνομα στις τρίτες χώρες, τις οποίες ο δυτικός τρόπος ζωής θέλει να μετατρέψει σε απέραντες χωματερές.
Κάπου εδώ ταιριάζει η ρήση του Γκάντι «ο πλανήτης είναι αρκετά μεγάλος για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων μας, αλλά πολύ μικρός για να αντέξει την απληστία του καθενός μας»._ Μ. Σ.