Συνεχίστηκε η κακή πορεία της αγοράς αυτοκινήτου κατά τον περασμένο Μάρτιο, ακόμη και με τις εσπευσμένες πωλήσεις λόγω της αύξησης του ΦΠΑ. Πτώση 27,9% ως προς το μέσο όρο των αντίστοιχων μηνών της τετραετίας προ της κρίσης.
Συνεχίζεται η συρρίκνωση της αγοράς αυτοκινήτου, η οποία αντί μέτρων στήριξης, δέχεται συνεχώς νέα φορολογικά εμπόδια, όπως για παράδειγμα η εισαγωγή δυσανάλογα υψηλών, ως προς τις πραγματικές, τεκμαρτών δαπανών χρήσης («τεκμηρίων»).
Κατά τον περασμένο Μάρτιο ταξινομήθηκαν μόλις 19.053 καινούρια αυτοκίνητα, όταν κατά μέσο όρο τους αντίστοιχους μήνες της περιόδου 2004-2007 ταξινομούνταν 26.427 νέα οχήματα. Πρόκειται δηλαδή, για κάμψη ταξινομήσεων κατά 27,9%.
Η μείωση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν στις 19.053 νέες ταξινομήσεις δεν είχαν συμπεριληφθεί πωλήσεις που έγιναν εσπευσμένα, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι καταναλωτές από την πρόσφατη αύξηση του ΦΠΑ και την επιβολή του φόρου πολυτελείας.
Η σύγκριση της αγοράς του περασμένου Μαρτίου με αυτήν προ ενός έτους (13.372) μπορεί να οδηγεί σε καταρχήν θετικά συμπεράσματα, αυτά όμως αναιρούνται αν συνυπολογιστεί ότι ο περσινός Μάρτιος ήταν ο πλέον «καταστροφικός» μήνας για την αγορά αυτοκινήτου, 50% χαμηλότερα από το κανονικά επίπεδα.
Η συνεχιζόμενη πτώση της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου δεν μειώνει μόνο την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση στον κλάδο του αυτοκινήτου, στον οποίο ευρύτερα δραστηριοποιούνται περισσότερες από 30.000 επιχειρήσεις και απασχολούνται σχεδόν 90.000 εργαζόμενοι, αλλά επιπλέον οδηγεί σε απώλεια εσόδων από τη φορολογία των πωλήσεων αυτοκινήτων, με εκτιμώμενη ετήσια υστέρηση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Έναντι όλων αυτών πρέπει η αγορά αυτοκινήτου, δηλαδή οι προαναφερθείσες χιλιάδες ανά την επικράτεια επιχειρήσεις εμπορίας και συντήρησης οχημάτων, να υπαχθούν άμεσα σε μέτρα ανάπτυξης, που όπως προτείνεται από το ΣΕΑΑ δεν θα επιβαρύνουν το προϋπολογισμό, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε όλες τις υπόλοιπες δοκιμαζόμενες οικονομίες της ΕΕ (Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία).