Ο Κώστας Λαμάρης, επικεφαλής εκδηλώσεων αυτοκινήτων και μοτοσικλέτας με κορυφαία την υπερειδική του Ράλλυ Ακρόπολις το 2005 στο ΟΑΚΑ, αναπολεί στιγμές που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη – τη δική του και κάθε φίλου των ράλλυ.
Η επιστροφή του Ράλλυ Ακρόπολις στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλλυ, έχει φέρει στο προσκήνιο όμορφες αναμνήσεις από το παρελθόν. Περίοπτη θέση ανάμεσα σε αυτές, έχει η Υπερειδική του ΟΑΚΑ το 2005, που προκάλεσε ενθουσιασμό στους θεατές και άλλαξε τα δεδομένα στο WRC.
Επικεφαλής εκείνου του εγχειρήματος, ήταν ο Κώστας Λαμάρης. Άνθρωπος του motorsport από τα γενοφάσκια του, έκανε πρωταθλητισμό στο motocross και στη συνέχεια, εστίασε στη διοργάνωση αθλητικών γεγονότων. Έχοντας την τεχνογνωσία από διοργανώσεις αγώνων supercross σε στάδιο και συγκεκριμένα στο ΣΕΦ, από τη δεκαετία του ’90, ο Κώστας Λαμάρης έκανε το παραπάνω βήμα, με την υπερειδική του ΟΑΚΑ.
Με αυτή την αφορμή, επικοινωνήσαμε με τον 58χρονο σήμερα επιχειρηματία, ο οποίος επιπλέον της διοργάνωσης εκθέσεων και events (όπως αγώνες supercross στο ΣΕΦ ή εκθέσεις μοτοσικλετών), δραστηριοποιείται πια και στο χώρο της εστίασης, για μια συνέντευξη-απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας του, με αποκορύφωμα φυσικά, το ΟΑΚΑ.
Ευγενέστατος και πάντοτε ευθύς, ο Κώστας Λαμάρης ανταποκρίθηκε άμεσα και το ραντεβού κλείστηκε για το Albatros, το προσεγμένο all day bar που διατηρεί στην Αρτέμιδα.
Η συνέντευξή μας μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες: Την πρώιμη, αγωνιστική και μη, περίοδο του Κώστα Λαμάρη, όταν και ξεκίνησε το εγχείρημα της διοργάνωσης αθλητικών εκδηλώσεων. Έπειτα, φτάνουμε σε εκτενή ανάλυση της επιχείρησης… “Υπερειδική ΟΑΚΑ”, προτού καταλήξουμε στο παρόν. Άλλωστε, το Ράλλυ Ακρόπολις ρίσκεται ξανά στη ζωή μας και η γνώμη ενός ανθρώπου με τέτοια τεχνογνωσία, έχει πάντοτε ενδιαφέρον.
Τα πρώιμα χρόνια: Αναβάτης και διοργανωτής
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό; > “Η ενασχόλησή μου πρακτικά ξεκίνησε από τις μοτοσικλέτες, όμως πάντοτε μου άρεσαν τα αυτοκίνητα. Λόγω της καταγωγής του πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός μέναμε στην Κύπρο. Όταν ήμουν 6-7 ετών, ο πατέρας μου μας πήγαινε κάθε χρόνο στο Ράλλυ Κύπρου, που ήταν τεράστιο γεγονός τότε για το νησί, εφάμιλλο του Ράλλυ Ακρόπολις στην Ελλάδα. Η ένταση του μηχανοκίνητου αθλητισμού με τραβούσε από τότε. Έκανα και karting, όμως τελικά με κέρδισε η μοτοσικλέτα”.
Από πότε ασχοληθήκατε με τη μοτοσικλέτα; > “Ήμουν 11 ετών, όταν με πήγε ο πατέρας μου να δω αγώνες motocross στην πίστα Πετσαγκουράκη (κοντά στο Καπανδρίτι). Όταν ήμουν 12 ετών μου αγόρασε την πρώτη μοτοσικλέτα και έτσι, άρχισα να γνωρίζομαι με το χώρο της μοτοσικλέτας. Το 1982, που είχα γίνει 18 ετών, ξεκίνησε η συμμετοχή μου”.
Ποιες θεωρείτε τις σημαντικότερες αγωνιστικές σας επιτυχίες; > “Δεν κατέκτησα κάποιο Πρωτάθλημα, μια χρονιά ήμουν επικεφαλής όμως έσπασα το γόνατό μου. Είχα αρκετές νίκες σε επιμέρους αγώνες και τερμάτισα αρκετές φορές στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια εμφάνιση, θα ήταν η νίκη στο Σχηματάρι απέναντι στον Ευθυμίου, που τότε ήταν ανίκητος στην Ελλάδα”.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σταματήσατε σχετικά πρώιμα. Γιατί συνέβη αυτό; > “Κατά τη δεκαετία του ’80, συμμετείχα σε 8-9 γεμάτες σεζόν, όμως είχα διάφορους τραυματισμούς. Κάποια στιγμή κουράστηκα να είμαι συνέχεια με γύψο ή πατερίτσα και το 1990, αποφάσισα να σταματήσω”.
Αυτό όμως δε σας κράτησε μακριά από το χώρο… > “Όχι, μάλιστα άρχισα να ασχολούμαι πολύ περισσότερο. Τότε προέκυψε το οργανωτικό κομμάτι. Έχοντας ταξιδέψει στο Παρίσι, έβλεπα τους αγώνες supercross μέσα σε στάδιο. Είχα θαμπωθεί από ότι έβλεπα και ήθελα, αυθόρμητα, χωρίς να το βλέπω ως επιχείρηση ή δουλειά, καθαρά από αγάπη για το σπορ, να φτιάξω κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
“Έτσι, έκανα την πρώτη διοργάνωση supercross στην Ελλάδα, το 1985, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Για τα δεδομένα της εποχής, ήταν επαγγελματική διοργάνωση, για τα σημερινά δεδομένα ήταν περίπου ερασιτεχνική. Πάντως, τότε είχαμε φέρει και τον Georges Jobé, Παγκόσμιο Πρωταθλητή της εποχής, σαν guest. Μετά από 8 χρόνια, το Μάιο του 1993, διοργάνωσα επαγγελματικά, για τα δικά μου δεδομένα, τον αγώνα Supercross στο ΣΕΦ. Έναν αγώνα που πραγματοποιούνταν σχεδόν ανελλιπώς έως το 2012”.
Ράλλυ Ακρόπολις: Η δυσκολία της Λιλαίας και η αποθέωση του ΟΑΚΑ
Το Ράλλυ Ακρόπολις επέστρεψε στο WRC. Πώς αισθάνεστε για αυτό; > “Χάρηκα για την επιστροφή του Ράλλυ Ακρόπολις ως μέρος του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ράλλυ, όπως θα έπρεπε να είναι. Εύχομαι αυτή να είναι μια η αρχή μια νέας εποχής για τον αγώνα, που θα έχει διάρκεια αρκετών ετών”.
Πώς ξεκίνησε η δική σας εμπλοκή με το Ράλλυ Ακρόπολις και τη διοργάνωση υπερειδικών; > “Μέσω του Αντώνη Χατζημιχάλη και της Ανίτας Πασαλή, τους οποίους γνώριζα από παλαιότερα μέσω των αγώνων μοτοσικλέτας και ευρύτερα, του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Είχαμε μια κουβέντα με την Ανίτα, η οποία ενόψει του 50ού Ράλλυ Ακρόπολις (2003) ήθελε να κάνουμε κάτι ξεχωριστό. Με είχε ρωτήσει λοιπόν, αν μπορούμε να διοργανώσουμε ένα σόου όπως αυτό που έκανα με τις μοτοσικλέτες, ως σούπερ ειδική για το Ράλλυ Ακρόπολις. Κάπως έτσι άρχισαν όλα”.
Η πρώτη διοργάνωση, στη Λιλαία, είχε δυσκολίες. Τι συνέβη; > “Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά για εμένα προσωπικά. Ουσιαστικά, έπρεπε να στηθεί ένα τόσο μεγάλο γεγονός, σε ένα τεράστιο λιβάδι. Αυτό, ήταν πολύ δύσκολο. Όποια περίφραξη και αν βάλαμε, ότι και αν κάναμε, δε στάθηκε αρκετό για συνθήκες που δεν είχα προβλέψει ακριβώς ότι θα ήταν έτσι. Για να το πω απλά, δεν είχα προβλέψει ότι θα υπάρχει τόσος πολύς κόσμος, ο οποίος ήθελε να μπει μέσα και δε μπορούσαμε να βάλουμε ψηλή περίφραξη. Αυτό που έγινε με στενοχώρησε πάρα πολύ εκείνη τη χρονιά, ήταν για εμένα κάτι που ήθελα να επανορθώσω, για να το βγάλω από πάνω μου. Ήταν χαμηλότερα από τα δικά μου standards και ανέλαβα την ευθύνη.
“Χάρηκα πολύ τότε, που η Ανίτα και άλλοι άνθρωποι μου έδωσαν τη δεύτερη ευκαιρία, ώστε να το επαναλάβουμε την επόμενη χρονιά. Το 2004 δεν υπήρξαν τέτοια θέματα, ήξερα πόσο κόσμο περιμέναμε, οργανωθήκαμε σαφώς καλύτερα και όλα πήγαν πολύ καλά”.
Φτάνουμε στην κορυφαία στιγμή, το ΟΑΚΑ (Πέμπτη 23 Ιουνίου 2005). Πώς προέκυψε η ιδέα; > “Καταρχάς να πω, ότι με την επιτυχία του 2005, έφυγε το βάρος που κουβαλούσα από το 2003.
“Η ιδέα για το ΟΑΚΑ, προέκυψε πάλι από συζήτηση με την Ανίτα. Μόλις είχαν τελειώσει οι Ολυμπιακοί Αγώνες και όλοι ζούσαμε σε ένα όνειρο. Συζητούσαμε τότε τι μπορούμε να κάνουμε ως υπερειδική ενόψει 2005. Τότε, η Ανίτα με ρώτησε αν θα μπορούσα να διοργανώσω στο ΟΑΚΑ μια υπερειδική, όπως με τις μοτοσικλέτες στο ΣΕΦ. Μετά από αυτό, “γύρισε ο διακόπτης”.
Υπήρξε κάποια αρχική δυσκολία; > “Ναι, γιατί αρχικά, επειδή το Ράλλυ Ακρόπολις ήταν χωμάτινη, δε μπορούσε βάσει κανονισμών η υπερειδική να γίνει σε άσφαλτο. Παρόλο που διοργάνωνα αγώνες Supercross και είχα ενασχόληση με το χώμα, είπα πως το ΟΑΚΑ δε μπορούσε να γίνει χωμάτινο. Το φορτίο που αναπτυσσόταν ήταν διαφορετικό, όπως και η φθορά. Τότε, είπα ότι εφόσον ξεπεραστεί το θέμα με το χώμα, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα σούπερ σόου, μια σούπερ σούπερ ειδική, αλλά σε άσφαλτο”.
Εντέλει η υπερειδική ήταν ασφάλτινη. Τι συνέβη τότε; > “Η Ανίτα επικοινώνησε με τη FIA και μου είπε πως πήραμε εξαίρεση, αρκεί βέβαια να χρησιμοποιούνταν χωμάτινα ελαστικά. Ήμασταν οι πρώτοι στο WRC που διοργανώναμε κάτι τέτοιο και στη συνέχεια, ακολούθησαν άλλοι αγώνες, όπως τα Ράλλυ Μεγάλης Βρετανίας και Ιαπωνίας. Έτσι, είχα το “ΟΚ” να προχωρήσω”.
Ποια ήταν η αίσθηση που είχατε, όταν ετοιμάζατε την υπερειδική; > “Λέγαμε ότι θα κάνουμε κάτι πάρα πολύ όμορφο, λαμπερό, που θα δώσει την αίσθηση, το χρώμα και τον ενθουσιασμό που πετυχαίναμε σε γήπεδο με μοτοσικλέτες. Πήγαμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο και μάλιστα στο χώρο που την προηγούμενη χρονιά, είχαν διεξαχθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Εντέλει, δημιουργήσαμε μια πραγματική σούπερ ειδική, με εκπληκτική ατμόσφαιρα και ήχο. Αυτό αποδείχθηκε όχι μόνο από τον ενθουσιασμό του κόσμου, αλλά και των οδηγών, οι οποίοι μπήκαν σε ένα γήπεδο με 70.000 θεατές. Δε θα ξεχάσω τον Solberg, που είχε βγει από το αυτοκίνητο και χαιρετούσε τον κόσμο, λέγοντας ότι δεν έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο. Η ατμόσφαιρα του σταδίου, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό”.
Περιμένατε αυτή την ανταπόκριση του κόσμου και συνολικά, την επιτυχία που υπήρξε; > “Περίμενα ότι θα έχει επιτυχία, αλλά ειλικρινά δεν περίμενα τόσο μεγάλη επιτυχία. Σε πληροφορώ ότι από τα 65.000 εισιτήρια, αποφασίσαμε να κρατήσουμε 3.000 εξ αυτών στο συρτάρι, για λόγους ασφαλείας. Θέλαμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο να γίνει κάτι κακό από τον πολύ κόσμο και θέλαμε να υπάρχουν κενές θέσεις, ώστε να μπορούν να απλωθούν οι θεατές.
“Δεν περίμενα να έχει τόσο κόσμο, ούτε να έχει τόση επιτυχία, να πάρει τέτοια δημοσιότητα. Θυμάμαι πως την επόμενη ημέρα ήμασταν πρωτοσέλιδα στα sites, στο BBC. Θυμάμαι μια φωτογραφία από ελικόπτερο, που φαινόταν το Ολυμπιακό Στάδιο έναν χρόνο μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Απίστευτη επιτυχία!”
Πόση διάρκεια είχαν ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του εγχειρήματος; > “Χοντρικά, από τις πρώτες επαφές με την Οργάνωση και την ΕΛΠΑ, ο σχεδιασμός είχε διάρκεια ενός εξαμήνου. Αυτό αφορούσε σε προετοιμασία, εύρεση χορηγών και σχεδιασμό. Στο κατασκευαστικό, δηλαδή να στηθεί και να διακοσμηθεί η αρένα, η διάρκεια ήταν χοντρικά μια εβδομάδα”.
Υπήρχε κάποιο σημείο που σας ανησυχούσε; > “Το μεγάλο ερωτηματικό, καθώς το κάναμε για πρώτη φορά, ήταν η αντοχή της ασφάλτου. Για να εξασφαλίσουμε ότι δε θα ξηλωθεί, είχαμε περάσει τρεις στρώσεις ασφάλτου. Κάτω από αυτή υπήρχαν ξύλα, γιατί μετά έπρεπε ο τάπητας να επιστρέψει στην αρχική του μορφή.
“Θυμάμαι ότι για να δοκιμάσουμε την αντοχή της ασφάλτου, στρώσαμε ένα κομμάτι έξω από το στάδιο και είχε έρθει ο Στράτης με ισχυρό αυτοκίνητο, να δούμε αν θα αντέξει η άσφαλτος.
“Ακόμη, τις τελευταίες ημέρες παραγγείλαμε τσιμεντένια jerseys για ασφάλεια, να εξασφαλίσουμε ότι κάποιο αυτοκίνητο δε θα βρεθεί στην άλλη πλευρά. Ένα απαιτητικό κομμάτι ήταν και η γέφυρα, η οποία είχε κατασκευαστεί σε κομμάτια και τοποθετήθηκε με γερανούς. Και εκεί υπήρχε σχετικά ανησυχία αν θα αντέξει η άσφαλτος, όμως όλα πήγαν καλά γιατί τελική υπήρχε άλμα”.
Πώς κύλησε η συνεργασία σας με την Οργάνωση ως προς την υπερειδική; > “Είχαμε πολύ καλή συνεργασία με την Οργανωτική Επιτροπή του αγώνα και την ΕΛΠΑ, η διοργάνωση ήταν υψηλού επιπέδου. Είχα καλούς συνεργάτες, όπως ο φίλος μου Νώντας Φατούρος, ο οποίος με την εταιρεία του ConTent ανέλαβαν το κατασκευαστικό κομμάτι. Μαζί το σχεδιάσαμε, όμως εκείνοι -κυρίως ο Νώντας που είναι μηχανικός- το έτρεξαν. Είχα καλούς συνεργάτες στο κομμάτι των εισιτηρίων, και στο διαφημιστικό-χορηγικό. Όλοι μαζί, φέραμε αυτό το αποτέλεσμα”.
Ποια ήταν η μεγαλύτερή σας ανησυχία; > “Προσωπικά, περισσότερο με απασχολούσε να κυλήσει ομαλά η εκδήλωση με 70.000 κόσμο μέσα στο γήπεδο να μην γίνει κάτι στραβό. Να μην υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες οι θεατές δε θα έβρισκαν τις θέσεις τους, χουλιγκανισμοί κλπ. Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο, οπότε όλα πήγαν καλά”.
Προς το τέλος εκείνης της ημέρας, η συγκινησιακή φόρτιση ήταν μεγάλη… > “Θυμάμαι ότι με είχε πιάσει τρομερό άγχος. Περίπου μιάμιση ώρα πριν και ενώ ήξερα ότι είχαμε πουλήσει τα εισιτήρια, δεν έβλεπα κόσμο μέσα στο στάδιο. Θυμάμαι ότι με ρώτησε τότε ο Πρόεδρος της ΕΛΠΑ, κ. Δεσποτόπουλος, πού είναι ο κόσμος; Δεν ήξερα τι να του πω, πέραν του ότι θα έρθει.
“Όμως, με έζωσαν τα φίδια, γιατί ήξερα ότι οι θεατές θα έρχονταν μεν, αλλά όλοι μαζί, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσκολίες. Στην αρχή κοιτούσα τους πάντες που έμπαιναν, έναν έναν τους θεατές, να σιγουρευτώ ότι δεν υπήρχε λάθος στις αριθμήσεις, είχα πάθει και αυτό με τον κόσμο το 2003. Ωστόσο δεν υπήρχε θέμα, όλα κυλούσαν ομαλά. Έπειτα, άρχισε ο αγώνας, όλα κάτω ήταν τέλεια, το θέαμα συναρπαστικό και ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος.
“Τότε έσπασα, κλείστηκα σε μια σουίτα και άρχισα να κλαίω, έφυγε όλη η ένταση και το στρες που είχα, ώστε όλο αυτό να πάει καλά. Είχα τεράστια ευθύνη απέναντι στους πάντες (ΕΛΠΑ, FIA, OAKA, χορηγούς, θεατές). Η τελική ευθύνη ήταν δική μου σε όλα, ακόμη και στην κατασκευή, έστω και αν μπροστά είχε μπει ο Νώντας Φατούρος στο συγκεκριμένο. Όλοι παίρναμε ένα ρίσκο, όμως θα ήμουν πρώτος… υποψήφιος να μου “πάρουν το κεφάλι” αν γινόταν κάτι στραβό”.
Μετά από το θριαμβευτικό 2005, ακολούθησε το 2006, χωρίς δική σας εμπλοκή… > “Στο κομμάτι της υπερειδικής δεν είχα εμπλοκή, την είχαν διοργανώσει ο Αλέξανδρος Μανιατόπουλος με τη δική του εταιρεία. Γενικότερα, ίσως κάποιοι να θεώρησαν πως αυτό ήταν πολύ μεγάλο από κάθε άποψη για να το χειριστώ εγώ. Ίσως επίσης να υποτιμήθηκε η δυσκολία του. Το κόστος ανέβηκε, η τιμή των εισιτηρίων αυξήθηκε. Aν και δεν ήμουν μέσα θυμάμαι πως ο άνθρωπος έλεγε τότε πως είχε χάσει οικονομικά. Αν είχα εμπλοκή, ενδεχομένως κάποια πράγματα να μην είχαν γίνει έτσι. Από την άλλη, μπορεί να είχα κάνει και εγώ λάθη. Όπως και να ‘χει, η ιστορία έγραψε πως δεν είχα ενεργή εμπλοκή”.
Αργότερα, το 2008, επιστρέψατε με τη διοργάνωση της υπερειδικής στο Τατόι. Πώς αποτιμάτε εκείνο το διαφορετικό σε σχέση με το ΟΑΚΑ, εγχείρημα; > “Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Με χωμάτινο οδόστρωμα και συνολικά διαφορετικές συνθήκες. Για αυτό που ήταν, νομίζω ότι ήταν καλό. Δεν ήταν ΟΑΚΑ, αλλά νομίζω ότι ήταν καλό”.
Σήμερα
Φτάνουμε στο παρόν, με το Ράλλυ Ακρόπολις να έχει επιστρέψει στις επάλξεις του WRC. Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι μια τέτοια σκέψη σήμερα; > “Έχουν περάσει 16 χρόνια, όμως κάθε φορά που βλέπω φωτογραφίες από τότε, λέω πως αν γινόταν σήμερα, θα ήταν ξανά σύγχρονο και είχε τρομερή επιτυχία. Ήταν τόσο υψηλό το επίπεδο τότε από κάθε πλευρά, που λίγα πράγματα θα μπορούσα να είναι διαφορετικά. Ίσως η διαδικασία των εισιτηρίων, που έχει ψηφιοποιηθεί κλπ.”.
Τα τελευταία χρόνια, στο προσκήνιο έχουν έρθει υπερειδικές μέσα σε πόλεις. Θα μπορούσε να είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Ποιες είναι οι βασικές του δυσκολίες; > “Για μια υπερειδική σε πόλη, κατ’ εμέ, η δυσκολία έγκειται στα θέματα ασφαλείας και τη διαχείριση του κόσμου, όχι τόσο των αυτοκινήτων. Δεν είναι το ίδιο να περιορίσεις τον κόσμο όταν μπροστά του περνάει ένας μαραθωνοδρόμος ή ένας ποδηλάτης, με το να περνάει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο. Βέβαια, όλα μπορούν να γίνουν αν υπάρχει κατάλληλο μπάτζετ. Μακάρι να μπορούσε να γίνει κάτι στο κέντρο της Αθήνας”.
Εφόσον η Οργανωτική Επιτροπή αποφάσιζε να σας προτείνει τη διοργάνωση μιας υπερειδικής, θα ήσασταν διατεθειμένος να εμπλακείτε; > “Καταρχάς, δεν έχει υπάρξει καμιά απολύτως επαφή. Γενικά, δεν ξέρω. Είμαι πια σε ηλικία που δεν ξέρω αν θέλω και μπορώ να περάσω πάλι τέτοια ένταση. Άλλωστε, είχα πολύ ένταση και με τα καταστήματα της εστίασης, τα τελευταία χρόνια.
“Συνολικά, έχω κουραστεί και θέλω ηρεμία στη ζωή μου. Όμως δεν κρύβω ότι η σκέψη με ιντριγκάρει. Ίσως να το έκανα από διαφορετικό πόστο, για παράδειγμα συμβούλου. Να μην έχω όλο το βάρος πάνω μου και να βάλω την υπογραφή μου. Αν προκύψει ενδιαφέρον από την Οργανωτική Επιτροπή, θα μπορούσα να το συζητήσω. Άλλωστε ξέρω πως εκεί είναι η Ανίτα (Πασαλή), η οποία είναι καλή μου φίλη”.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: 4Τ – ΘΑΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ