Ο Lewis Hamilton που έπρεπε να αντέξει (και τα κατάφερε), ο νωχελικός και φοβισμένος Max Verstappen, κι ο αθόρυβος αγώνας της McLaren. Τα βάζουμε όλα «στο μικροσκόπιο».
Το 90ο Grand Prix του Μονακό δεν ήταν σε καμία περίπτωση «θρίλερ». Ήταν, όμως, ο πλέον κλειστός αγώνας της φετινής χρονιάς, και ο πρώτος στον οποίον η μάχη για τη νίκη δεν αφορούσε μόνο τους οδηγούς της Mercedes.
Αφορούσε δύο οδηγούς που έχουν δώσει αρκετές μάχες στο πρόσφατο παρελθόν, και στις οποίες κατά κανόνα κέρδιζε ο Max Verstappen.
Την Κυριακή, αυτό το «σερί» (αν μπορεί να αποκληθεί έτσι) επιτυχιών του Ολλανδού ανακόπηκε από τον πολύπειρο, 5κις πρωταθλητή Lewis Hamilton, ο οποίος έκανε έναν εξαιρετικό αγώνα, αλλά όχι και τον καλύτερο της καριέρας του.
Έκανε αυτό που έπρεπε
Ο Hamilton είδε την ομάδα του να κάνει μία εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και επισφαλή επιλογή, βάζοντάς του τη μέση γόμα μετά το Αυτοκίνητο Ασφαλείας που βγήκε εξαιτίας του Leclerc. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Βρετανός βίωσε ένα μικρό ‘déjà vu’ του 2015, όταν πάλι η ομάδα του τον έφερε σε δυσμενή θέση, στερώντας του τη νίκη εκείνο το απόγευμα.
Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το pitwall των Γερμανών δεν έκανε μία λάθος εκτίμηση 100%, αλλά είχε πολλές ελπίδες: ελπίδα σε βροχή, ελπίδα σε ακόμη ένα Αυτοκίνητο Ασφαλείας.
Αλλά τίποτα δε συνέβη, ο αγώνας συνεχίστηκε ομαλά, κι όταν πλέον η μέση γόμα άρχισε να παραδίδει πνεύμα, και ο Verstappen καραδοκούσε με τη σκληρή σε αρκετά καλύτερη κατάσταση, τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα.
Το Μονακό είναι μία πίστα που δεν ευνοεί το προσπέρασμα, με μόλις ένα σημείο στο οποίο μπορεί κανείς να το επιχειρήσει: στα φρένα για το ‘Nouvelle Chicane’ μετά το τούνελ.
Ο Hamilton το γνώριζε καλά αυτό, και όταν μετά από αλλεπάλληλες κλήσεις βοήθειας προς την ομάδα κατάλαβε πως δεν πρόκειται να μπει στα pits και πως έπρεπε να κάνει 67 γύρους με το σετ που είχε, άρχισε να οδηγεί πολύ διαφορετικά.
Εκμεταλλεύτηκε τη φύση της πίστας, όπως έκανε άριστα και πέρυσι ο Daniel Ricciardo, αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Πριν τις στροφές, άφηνε το γκάζι, για να κάνει όλη τη δουλειά της πέδησης το engine braking (που είναι ιδιαίτερα ισχυρό με τους συγκεκριμένους υβριδικούς κινητήρες), φρέναρε σταδιακά και γραμμικά, προτού στρίψει ομαλά και προσέχοντας την γραμμή που ακολουθούσε, για να μην δώσει χώρο στον Verstappen.
«Ήταν ένας από τους πιο στρατηγικούς αγώνες που έχω κάνει ποτέ, έπρεπε να βρίσκω τη σωστή ισορροπία συνέχεια για να μπορέσω να διατηρήσω τη διαφορά που είχαμε,» δήλωσε μετά ο πρωταθλητής (και πρωτοπόρος της βαθμολογίας), και δεν έχει άδικο.
Ωστόσο, αυτό δεν καθιστά τον αγώνα του έναν από τους καλύτερους της καριέρας του, υπάρχουν πολύ πιο αντιπροσωπευτικές του οδηγικού του ταλέντου εμφανίσεις, που δεν έχουν χαρεί της αναγνώρισης που θα έπρεπε, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τι έκανε στις κατατακτήριες της Ιταλίας το 2017, ή τον αγώνα που έκανε πέρυσι στη Γερμανία.
Το αφήγημα της σπουδαίας, «εξωπραγματικής» εμφάνισης, ή και οι συγκρίσεις της χθεσινής μάχης με εκείνη των Senna-Mansell το 1992, είναι στο όριο της αφέλειας, και προφανώς δεν αποδίδουν στην πραγματική τους διάσταση τα γεγονότα όπως αυτά εκτυλίχθηκαν – κυρίως γιατί η φετινή ήταν καλύτερη.
Άργησε πολύ
Ο μεγάλος αντίπαλος του Hamilton ήταν ο Verstappen, που έδειξε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο, μακριά από αυτό που έχει συνηθίσει την ομάδα του και το κοινό.
Η ποινή 5 δευτερολέπτων που δέχθηκε για ‘unsafe release’ από το box κατά τη διάρκεια του pit stop ήταν ο ρυθμιστής του αγώνα του. Η Red Bull του έδωσε τρεις επιλογές: α) να μείνει πίσω από τον πρωτοπόρο, να δεχτεί την ποινή και να πέσει θέσεις, β) να μπει στα pits και να την εκτίσει εκεί, γ) να τα δώσει όλα και να περάσει μπροστά, προσπαθώντας μετά να χτίσει διαφορά ασφαλείας.
Η τελική του απόφαση μοιάζει να είναι ένα μείγμα της 1ης και της 3ης: ναι μεν έμεινε έξω, παλεύοντας για την πρωτιά, αλλά δεν τα κατάφερε και στο τέλος τερμάτισε 4ος.
Για 67 γύρους, ο ‘mad Max’ μόνο… mad δεν ήταν. Δεν είχε ευκαιρίες, κακά τα ψέματα, αλλά δεν τις δημιούργησε κιόλας. Μέσα σε περίπου 80 λεπτά αγώνα (ή μάχης, αν θέλετε), έκανε μόλις μία προσπάθεια να περάσει, στον προτελευταίο γύρο, και φυσικά δεν ήταν επιτυχημένη.
Αυτό οφείλεται τόσο σε ένα λάθος που έκανε ο ίδιος στις ρυθμίσεις του κινητήρα, όσο και στην διστακτικότητα που επιδεικνύει πια ο νεαρός οδηγός σε αυτές τις μάχες που κρίνονται πολλά.
Στο θέμα του κινητήρα, εκείνος ξέχασε να αλλάξει την ρύθμιση της ροπής μετά το pit stop που έκανε, κι αυτό επηρέασε άμεσα και σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά του μοτέρ, ειδικά στην επιτάχυνση. Για 60 και πλέον γύρους, αναγκαζόταν να οδηγεί με μεγάλη σύνεση, κυρίως στις εξόδους των στροφών, όπου για μερικά μέτρα δεν είχε δύναμη και ξαφνικά ένιωθε όλη τη ροπή να έρχεται, με αποτέλεσμα να πρέπει να ρυθμίζει το πόση πίεση θα ασκούσε στο γκάζι και πόσο γρήγορα θα μπορούσε να το πατήσει.
Έπειτα, όταν πλέον τα ελαστικά του Hamilton δεν είχαν να δώσουν κάτι παραπάνω, ο Verstappen άρχισε να κλείνει τη διαφορά, αλλά δεν προσπάθησε να «αγχώσει» τον αντίπαλό του. Κι αυτό είναι κάτι που έχει γίνει χαρακτηριστικό της οδήγησης του άλλοτε ριψοκίνδυνου και παρορμητικού Ολλανδού, εδώ και περίπου έναν χρόνο, από εκείνο το ατύχημα στο FP3 του Μονακό που μπορεί να του στέρησε και τη νίκη. Στρατηγικά σκεπτόμενος, προτίμησε τους 12 βαθμούς της 4ης θέσης, παρά το ρίσκο και την πιθανή εγκατάλειψη σε έναν αγώνα που δεν έκανε λάθη και η ομάδα του τον «κρέμασε».
Λογικό, αλλά και άδικο για τον ίδιο και την προσπάθειά του. Όλο το τετραήμερο ήταν εξαιρετικός, έμοιαζε ο μοναδικός σοβαρός αντίπαλος της Mercedes, αλλά τελικά ηττήθηκε, κάνοντας σε ένα ‘damage limitation’ που δεν του άρμοζε.
Χωρίς πίεση
Η σκηνοθεσία του Grand Prix ήταν απαράδεκτη. Ο Γάλλος σκηνοθέτης του Canal+ έκανε εξαιρετική δουλειά να μας δείχνει 4 μονοθέσια για 80 λεπτά, αλλά ξέχασε ότι ο αγώνας αφορά 20 οδηγούς, οπότε χάσαμε από τους δέκτες μας τον εξαιρετικό αγώνα του Carlos Sainz.
Ο Ισπανός έκανε τρομερή εκκίνηση, κερδίζοντας τρεις θέσεις (και ολοκληρώνοντας ένα τέλειο προσπέρασμα επί του Kvyat στη Massenet), κι από εκεί ο δρόμος ήταν ανοδικός. Η 6η θέση η οποία κατέλαβε οφείλεται και στην εξαιρετική στρατηγική της McLaren, η οποία τον κάλεσε στον 30 γύρο για τη μέση γόμα, βγάζοντάς τον οριακά μπροστά από τον Kvyat. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο ίδιος δεν κοίταξε πίσω, είχε ρυθμό καλύτερο των πρωτοπόρων, και έφερε πολύτιμους βαθμούς στην ομάδα του για να τη διατηρήσει στην 4η θέση των κατασκευαστών.
Αυτό που έχει γραφτεί πολλάκις για τη φετινή McLaren είναι ότι λειτουργεί χωρίς πίεση, χωρίς την ανάγκη για άμεση επιτυχία. Τόσο ο Sainz, όσο κι ο Norris έχουν να αποδείξουν πολλά, αλλά δεν βιάζονται, και ούτε η ομάδα τούς πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Μπήκαν στη σεζόν ως outsiders και μοιάζει τα φαβορί για τον τίτλο του ‘best of the rest’ πίσω από την πρώτη τριάδα, και όχι από τύχη, αλλά επειδή πραγματικά το αξίζουν με τις εμφανίσεις τους μέσα στην πίστα.
Το Μονακό είναι παρελθόν, και έρχεται ο Καναδάς σε δύο εβδομάδες. Εκεί, άπαντες θα έχουν νέους κινητήρες, αναβαθμίσεις για να προσαρμοστούν τα μονοθέσια στη φύση της χάραξης του Μοντρεάλ, και το ρολόι θα γράψει ξανά από το μηδέν._Δ.Μ.