Πώς συνδέεται ο ανεμιστήρας της Brabham του Niki Lauda με την τωρινή ένταση μεταξύ της FIA και της Formula 1; Διαβάστε για ένα γαϊτανάκι μισού αιώνα, όπου διακυβεύονται δισεκατομμύρια.
Το 1970 ο Sir Jack Brabham, τρις Παγκόσμιος Πρωταθλητής Formula 1, και μοναδικός οδηγός που κατόρθωσε να πάρει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα οδηγώντας δικό του αυτοκίνητο, αποφάσισε πως, στα 45 του, ήταν καιρός για σύνταξη.
Κρέμασε λοιπόν την κάσκα του, μεταβίβασε όσο όσο την ομάδα του, την περίφημη Brabham, στον σχεδιαστή του, Ron Tauranac, αποχαιρέτισε τη Formula 1 και έφυγε πίσω για την πατρίδα του, την Αυστραλία.
Ο Tauranac έψαξε για συνεταίρο, ώσπου το 1971 εμφανίστηκε ο Bernie Ecclestone, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, γιος ενός ψαρά, αυτοδίδακτος επίσης, αφού δεν τελείωσε ούτε το γυμνάσιο, και του προσέφερε 100.000 στερλίνες, όχι όμως για συνεταίρος αλλά για όλη την ομάδα.
Το ποσόν φάνηκε εξαιρετικό στον Tauranac, οπότε ο Ecclestone βρέθηκε αποκλειστικός ιδιοκτήτης μιας ιστορικής ομάδας της Formula 1.
Σήμερα βεβαίως, το ποσόν αυτό φαντάζει αστείο, αφού οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις αναφέρουν πως, μια ομάδα της Formula 1 πιάνει πάνω από μισό δισεκατομμύριο, αν βάλει πωλητήριο.
Ήταν όμως ο Ecclestone που έβαλε το χεράκι του ώστε τα «οικόπεδα» της Formula 1 να έχουν σήμερα τόσο μεγάλη αξία.
Γιατί, αγοράζοντας την ομάδα της Brabham (17 άνθρωποι εκείνη την εποχή όλοι κι όλοι, μαζί με τη γραμματέα), ο Ecclestone απέκτησε το δικαίωμα να παρευρίσκεται σε όλες τις συνελεύσεις του F1CA, μετέπειτα FOCA, του Συνδέσμου Κατασκευαστών σασί Formula 1, όσων δηλαδή κατασκευαστών έφτιαχναν μόνο σασί και αγόραζαν έτοιμο μοτέρ – σχεδόν όλοι ήταν μικρές Βρετανικές ομάδες που έτρεχαν κυρίως με μοτέρ Ford V8.
Ο Bernie Ecclestone είχε αντιληφθεί νωρίς τη δύναμη της κινούμενης εικόνας (κινηματογράφος – τηλεόραση), και είχε φέρει από το Χόλυγουντ τον σπουδαίο σκηνοθέτη Sydney Pollack να γυρίσουν, με πρωταγωνιστή τον Al Pacino, την ταινία Bobby Deerfield, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Erich Maria Remarque.
Τον Οκτώβριο του 1976, λοιπόν, παραμονές του Ιαπωνικού Γκραν Πρι όπου κρίθηκε ο πιο δραματικός τίτλος Πρωταθλητή στην ιστορία της Formula 1, ανάμεσα στον James Hunt και τον Niki Lauda, στη μάχη που περιγράφεται στην ταινία Rush, ο Bernie Ecclestone συνειδητοποίησε ότι όλος ο πλανήτης σχεδίαζε να ξενυχτήσει για να δει ζωντανά τον αγώνα στην τηλεόραση.
Αφηγήθηκε σε συνέντευξή του στο επίσημο δίκτυο της Formula 1 ο λόρδος Alexander Hesketh, ιδιοκτήτης τότε της ομάδας Hesketh: «Ήρθε ο Bernie στη συνέλευση και μας είπε, αγόρασα τα τηλεοπτικά δικαιώματα προς ένα εκατομμύριο, να βάλουμε από εκατό χιλιάρικα ο καθένας και να έχουμε όλοι οι κατασκευαστές από 10%. Κοιταχτήκαμε, σκεφτήκαμε πόσα άλλα ωραία πράγματα κάνεις με εκατό χιλιάρικα και του είπαμε όχι. Κι έτσι ο Bernie έμεινε με το 100%. Αλλά υποθέτω, κάπως έτσι φτιάχνονται οι περιουσίες».
Πίσω, στο 1969, ο Gordon Murray, ένας νεαρός από τη Νότια Αφρική που ήταν πολύ ψηλός για να γίνει οδηγός Formula 1, όπως ήταν το παιδικό του όνειρο, νοίκιασε μια καμπίνα σε εμπορικό σκάφος, αφού δεν είχε τα χρήματα για αεροπορικό εισιτήριο, και ξεκίνησε για την Αγγλία με σκοπό να δείξει το μπλοκ με τα σχέδιά του στον Colin Chapman, επικεφαλής της Lotus.
Δυο χρόνια στην Αγγλία και δεν κατόρθωσε ούτε καν ραντεβού να πετύχει με τον Chapman. Διάβασε όμως σε μια αγγελία ότι η Brabham έψαχνε νέο σχεδιαστή. Ο Ecclestone διέκρινε με μιας ταλέντο στον νεαρό και τον προσέλαβε.
Το 1978 ο Colin Chapman, πρωτοπόρος του ground effect, παρουσίασε την Lotus 79, η οποία, αξιοποιώντας τις στενές διαστάσεις του V8 της Ford είχε αεροδυναμική αναποδογυρισμένου αεροπλάνου, ώστε να “βιδώνει” στην άσφαλτο, που άφησε πίσω τον ανταγωνισμό της Formula 1.
Οι άλλοι κατασκευαστές της FOCA άρχισαν ήδη να σχεδιάζουν τα αυτοκίνητα του 1979, που θα ήταν στην ουσία αντίγραφα της Lotus 79. Πλην της Brabham, η οποία, λόγω του ογκώδους 12κύλινδρου μοτέρ της Alfa Romeo, δε μπορούσε να έχει αποτελεσματική αεροδυναμική ground effect.
Στο Σουηδικό Grand Prix εκείνης της χρονιάς, λοιπόν, o Gordon Murray είχε την ιδέα να βάλει έναν μεγάλο ανεμιστήρα στο πίσω μέρος της Brabham, κάνοντάς την στην ουσία αναποδογυρισμένο χόβερκραφτ, που επίσης “βίδωνε” στην άσφαλτο.
Η Brabham με τον Niki Lauda στο τιμόνι, στρίβοντας το ίδιο γρήγορα με τη Lotus, αλλά έχοντας επιπλέον τα περίσσεια άλογα των 12 κυλίνδρων, νίκησε με άνεση τον αγώνα.
Εκεί οι άλλοι κατασκευαστές φοβήθηκαν ότι η Brabham πρόκειται να τους νικά κατά κράτος. Οπότε ο Bernie Ecclestone, που όπως είπαμε ήταν ιδιοκτήτης της Brabham, συμφώνησε η ομάδα του να αποσύρει τον ανεμιστήρα, και σε αντάλλαγμα οι άλλοι μικροί κατασκευαστές να τον αναγνωρίσουν ως ηγέτη τους.
Έτσι ο Bernie Ecclestone ανέλαβε επικεφαλής της FOCA, και η Brabham άφησε τα 12κύλινδρα μοτέρ της Alfa, και αγόρασε κι αυτή τον ταπεινό V8 της Ford, ώστε να υιοθετήσει την αεροδυναμική ground effect της Lotus.
Οι μικροί κατασκευαστές λοιπόν, εκμεταλλευόμενοι τον συμπαγή V8 ατμοσφαιρικό κινητήρα της Ford και την αεροδυναμική ground effect διεκδικούσαν ξανά νίκες και Πρωταθλήματα στη Formula 1.
Mα τώρα παρουσιάστηκε πρόβλημα από τους μεγάλους κατασκευαστές, τις εργοστασιακές δηλαδή ομάδες, Ferrari, Renault, Alfa Romeo, οι οποίες χρησιμοποιούσαν είτε ογκώδεις ατμοσφαιρικούς 12κύλινδρους κινητήρες, είτε εξίσου ογκώδεις εκείνη την εποχή 6κύλινδρους turbo, μοτέρ που με το πλάτος τους, όπως είπαμε, δεν επέτρεπαν τη σωστή αεροδυναμική ground effect.
Η FISA, η Ομοσπονδία που διοικεί το άθλημα, η σημερινή FIA, υπό την διοίκηση τότε του Jean Marie Balestre, τάχθηκε τότε με τους μεγάλους, εργοστασιακούς κατασκευαστές και ξεκίνησε, με μια σειρά παρεμβάσεων στους κανονισμούς, να προσπαθεί να καταργήσει την αεροδυναμική ground effect, ώστε οι μικροί κατασκευαστές της FOCA να χάσουν το πλεονέκτημα έναντι των μεγάλων εργοστασιακών ομάδων.
Κι εκεί είχαμε το πρώτο bras de fer μεταξύ της Ομοσπονδίας και της FOCA, που διήρκεσε 4 χρόνια, μέσα στα οποία είχαμε τις δύο πλευρές σχεδόν να χωρίζουν τους δρόμους τους.
Είδαμε αγώνες Formula 1 μόνο με τα αυτοκίνητα των μικρών Κατασκευαστών της FOCA (Jarama 1980), ή των μεγάλων (Imola 1982), είδαμε να ανακοινώνουν το 1981 δύο ξεχωριστά ημερολόγια Formula 1 η FOCA και η FISA, με δυο λόγια, τα μαχαίρια είχαν βγει από τις θήκες, καθώς η ομάδα Ecclestone, η FOCA, ήρθε σε μετωπική αντιπαράθεση με την Ομοσπονδία της FISA.
Πάνω σε όλη αυτή την αναταραχή, ήρθε και ο Σύνδεσμος Οδηγών Formula 1, που απειλούσε με απεργίες για τα δικά του δικαιώματα.
Ο Gilles Villeneuve μάλιστα, είχε πει χαρακτηριστικά ότι, αν όλοι μαζί οι οδηγοί Formula 1 συμφωνήσουν να φύγουν και να παν να αγωνιστούν στους Αμερικανικούς αγώνες, όλοι θα βλέπουν Αμερικανικούς αγώνες και όχι Formula 1.
Τελικά ο Bernie Ecclestone έκανε μια πρόταση που δε μπορούσε κανείς να αρνηθεί: η FOCA θα συμφωνούσε με την κατάργηση του ground effect.
Σε αντάλλαγμα, δημιουργήθηκε η FOA (Formula One Association), υπό τον Bernie Ecclestone, η οποία αναλάμβανε την εμπορική προώθηση και οργάνωση της Formula 1.
Η FOA λοιπόν αποκτούσε τα αποκλειστικά δικαιώματα κάθε κινούμενης εικόνας της Formula 1, τηλεοπτικής, κινηματογραφικής ή με οποιαδήποτε τεχνολογία μπορούσε να παρουσιαστεί στο μέλλον.
Οι κατασκευαστές θα έπαιρναν μερίδια από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ανάλογα τους βαθμούς που θα συγκέντρωναν στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών.
Έτσι κατέληξαν στη Συμφωνία Concorde, που ονομάστηκε έτσι από την Πλατεία Concorde στο Παρίσι, όπου έπεσαν οι υπογραφές, στην έδρα της FIA.
Στα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες, ο Bernie Ecclestone οργάνωσε τη Formula 1 και περιχαράκωσε τα εμπορικά της δικαιώματα. Έτσι, έχει περάσει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έχτισε τη σύγχρονη Formula 1, αυτός που την πήρε από ελιτίστικο άθλημα και την εκτόξευσε σε αθλητικό γεγονός που συγκρίνεται παγκοσμίως μόνο με το Μουντιάλ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Και όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Οι κατασκευαστές πλέον μιλούσαν με εκατοντάδες εκατομμύρια, οι οδηγοί με δεκάδες εκατομμύρια, κι ο Bernie Ecclestone με δισεκατομμύρια.
Όσο για την FIA, η Formula 1 έγινε το αγαπημένο της παιδί, αφού της έφερνε και ακόμα της φέρνει περισσότερα έσοδα από όσα όλες οι λοιπές δραστηριότητές της μαζί.
Την πρώτη Συμφωνία Concorde ακολούθησαν άλλες επτά, με πιο πρόσφατη εκείνη του 2021.
Στο μεταξύ, ύστερα από νέες εντάσεις που ξεκίνησαν από τον τρόπο με τον οποίο κρίθηκε το Πρωτάθλημα του 1989, υπέρ του Alain Prost και εις βάρος του Ayrton Senna, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τον Balestre διαδέχθηκε στην ηγεσία της FIA ο Max Mosley, που ήταν υπασπιστής του Bernie Ecclestone στα χρόνια του μεγάλου πολέμου FISA – FOCA.
Το 1995 λοιπόν, υπό τον Max Mosley, η FIA μεταβίβασε στον Bernie Ecclestone, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια ως το 2110 (ναι, στον 22ο αιώνα), τα εμπορικά δικαιώματα της Formula 1, αφού η FIA, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός, βάσει των κανόνων της ΕΕ δε μπορούσε να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες.
Βλέποντας δεκαετίες εμπρός, ο Ecclestone στράφηκε νωρίς στην Ασία, οπότε κύλησαν στον μύλο του αθλήματος νέα δισεκατομμύρια. Και όσο αναπτύσσονταν η Formula 1 και αύξανε ο πλούτος, όλοι ήταν χαρούμενοι.
Ώσπου την περασμένη δεκαετία, η Formula 1 έγινε ένα μονότονο άθλημα, που έχασε σε λίγα χρόνια περισσότερους από τους μισούς της τηλεθεατές και επιπλέον, δυσκολευόταν να προσελκύσει τις νεότερες ηλικίες.
Ηλικιωμένος πια ο Bernie Ecclestone, μεταβίβασε το 2016 τη Formula 1 στην Αμερικανική Liberty Media, έναντι 4,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κι ο ίδιος αποσύρθηκε στη φάρμα του στη Βραζιλία, με την νέα του σύζυγο.
Με ένα μπαράζ επιτυχημένων παρεμβάσεων, η Liberty Media σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την εμπορική αξία της Formula 1.
Και ξαφνικά στις αρχές της περσινής σεζόν ο νέος Πρόεδρος της FIA, Mohammed Ben Sulayem, απαίτησε από τους οδηγούς Formula 1 να βγάλουν τα «γούρικα» κοσμήματα με τα οποία τρέχουν.
Αν και επισήμως αυτό υποτίθεται πως έγινε για λόγους ασφαλείας, είχαμε γράψει εκείνες τις μέρες ότι υποψιαζόμαστε πως η FIA ίσως προσπαθεί να πιέσει με κάποιον τρόπο τη Formula 1 για να πάρει περισσότερα χρήματα από τον νέο πλούτο που έχει εισρεύσει στο άθλημα.
Την ίδια υποψία γεννούσε και η ξαφνική απόφαση της FIA να απαγορέψει τις πολιτικές δηλώσεις στα πλαίσια της Formula 1 στα τέλη της περσινής σεζόν.
Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ Christian Horner και Ben Sulayem στην τελετή απονομής επάθλων της FIA, παραμονές Χριστουγέννων, αν μη τι άλλο, αποκαλύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ του κόσμου της Formula 1 και της FIA δε βρίσκονται στην καλύτερη περίοδό τους.
Και πάμε στις τελευταίες μέρες, όπου αρχικά το Bloomberg την Παρασκευή 20 Ιανουαρίου δημοσίευσε την είδηση ότι η Σαουδική Αραβία πρότεινε στη Liberty Media να αγοράσει τη Formula 1 για περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια, πλην όμως οι Αμερικανοί αρνήθηκαν.
Την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου, σχολιάζοντας αυτό το άρθρο, ο Ben Sulayem στον προσωπικό του λογαριασμό, σε μια σειρά 3 tweet, ανέφερε μεταξύ ότι πρόκειται για ένα παραφουσκωμένο ποσό.
Η Liberty Media εξοργίστηκε, θεωρώντας απαράδεκτη αυτή τη δημόσια παρέμβαση η οποία ενδεχόμενα τορπιλίζει την εμπορική αξία της Formula 1, οπότε έστειλε προειδοποιητική επιστολή στην FIA, με κοινοποίηση στις 10 ομάδες, από τις οποίες φαίνεται πως διέρρευσε στο BBC, οπότε τελικά το έμαθε όλος ο κόσμος.
Πώς θα εξελιχθεί αυτό το νέο επεισόδιο έντασης μεταξύ της FIA και της εμπορικά ισχυρότερης από ποτέ Formula 1, αναμένουμε να το δούμε.
Πάντως, η Formula 1 πλέον δε μιλά απλώς με δισεκατομμύρια αλλά με δεκάδες δισεκατομμύρια. Ποιος να το περίμενε αυτό πριν μισό αιώνα, όταν ο Sir Jack Brabham μεταβίβαζε όσο όσο την ομάδα του και έφευγε για την Αυστραλία.