X
Αγωνιστικά αυτοκίνητα

WRC: H μεγάλη επιστροφή της Toyota

Η Toyota επιστρέφει μετά από 17 χρόνια στο WRC, αρχής γενομένης από το Monte Carlo, έναν αγώνα που έχει κερδίσει τρεις φορές στο παρελθόν.

Αν στο Ακρόπολις, στις 1000 Λίμνες και στο RAC ο θεσμός των ράλλυ ανδρώθηκε και ωρίμασε στο πέρασμα των δεκαετιών, στο Μόντε κυριολεκτικά γεννήθηκε. Αρχής γενομένης το μακρινό 1911, οι μετέπειτα ειδικές διαδρομές του έγιναν μάρτυρες των πρώτων κανονισμών που σιγά-σιγά έγιναν καθεστώς, αλλά και της ορολογίας ενός είδους αγώνων, από τα σπάργανα: Κακά τα ψέμματα, η μητρική γλώσσα των ράλλυ είναι γαλλική και για πρώτη φορά ακούστηκε στο πριγκιπάτο. Τις πρώτες δεκαετίες τα πράγματα ήταν περίεργα, αφού γενική κατάταξη (overall) δεν υπήρχε και όλα ήταν μια σειρά από ξεχωριστές δοκιμασίες (trials), ανακατεμένες με μπόλικη δεξιοτεχνία και ζογκλερισμούς. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στις αρχές της δεκαετίας του '50 κι αν στήσεις αυτί μπορείς ίσως ακόμα να ακούσεις τις αγριοφωνάρες του Λουί Σιρόν, παλιάς δόξας της Bugatti στα ευρωπαϊκά Grand Prix, αφού έφτασε πρώτος στον τερματισμό με… μισή μέρα διαφορά από τους υπόλοιπους, αλλά βρέθηκε πολύ πίσω στην κατάταξη. Κι αυτό συνέβη επειδή κάποιοι άλλοι δεν πάτησαν την άσπρη γραμμή και δεν έριξαν βαρέλια κάτω, ενώ δεν τους έπεσε το βραστό αυγό από το κουτάλι της σούπας, μπαίνοντας στο αυτοκίνητό τους (ναι, υπήρχε και τέτοια άσκηση ακριβείας). Tα πράγματα είχαν φτάσει σε τέτοια σύγχιση, που μια χρονιά κέρδισε τον αγώνα ένα… λεωφορείο, παίρνοντας πόντους από τους επιβάτες (ήταν πλεονέκτημα αν στο αυτοκίνητο, εκτός του οδηγού και του συνοδηγού, μετέφερες κι άλλους). Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '50, με την καθιέρωση των ειδικών διαδρομών, του κλωβού ασφαλείας για το πλήρωμα και άλλων πολλών, ιδιαίτερα σημαντικών. Ύστερα, όλα πήραν το δρόμο τους κι ως το 1973 (που ξεκίνησε ο θεσμός του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, το Μόντε είχε εξελιχθεί σε μύθο. Ήταν πρόκληση για όλους τους κατασκευαστές να κερδίσουν εκεί και από αυτό τον κανόνα δε μπορούσε να εξαιρεθεί η Τoyota.

To ιαπωνικό εργοστάσιο κέρδισε στις ειδικές διαδρομές του πριγκιπάτου τρεις φορές: To 1991 με τους Sainz-Moya και την Celica GT4, το 1993 με τους Auriol-Occelli και την Celica Turbo 4WD, το 1998 πάλι με τους Sainz-Moya και την Corolla WRC. Οι δύο πρώτες νίκες σημειώθηκαν την εποχή του Group A, ενώ η τελευταία τις ημέρες των αυτοκινήτων της κατηγορίας WRC. Στο τέλος της επόμενης χρονιάς η Toyota αποσύρθηκε από τον θεσμό των παγκόσμιων ράλλυ, μετρώντας 43 νίκες, τρία πρωταθλήματα κατασκευαστών (1993, 1994, 1999) και τέσσερις παγκόσμιους τίτλους οδηγών (1990 και 1992 Carlos Sainz, 1993 Juha Kankkounen, 1994 Didier Auriol). Πολιτικός προϊστάμενος όλης αυτής της μακρόχρονης προσπάθειας, δεν ήταν άλλος από το Toyota Team Europe. Και αυτή είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να αφηγηθούμε έναν από τους ωραιότερους μύθους στην ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού…

TOYOTA TEAM EUROPE

To μεγαλύτερο ως τώρα από τα αγωνιστικά κεφάλαια της Τοyota, που δεν είναι άλλο από την πολύχρονη εμπλοκή και τις επιτυχίες της στο WRC, άρχισε να γράφεται ένα βράδι του 1972 στο Λονδίνο ύστερα από μια συζήτηση στελεχών της εταιρείας με τον οδηγό αγώνων rally Ove Andersson. O Σουηδός, νικητής την περασμένη χρονιά σε Monte Carlo-San Remo και Ακρόπολις με την Alpine-Renault, οδήγησε για τους Ιάπωνες μια Τoyota Celica TA22 Group 2 στο RAC, τερματίζοντας μάλιστα τον αγώνα στην 9η θέση. Το ενθαρρυντικό αποτέλεσμα και η επιθυμία να απαντηθεί η αγωνιστική πρόκληση που άκουγε στο όνομα «Νissan 240Z», δημιούργησαν τις συνθήκες για την συνέχεια και την διεύρυνση αυτής της συνεργασίας: Στις αρχές του 1973 η πρώτη ευρωπαική ομάδα της Τoyota, με αντικείμενο την επαγγελματική προετοιμασία των αυτοκινήτων που θα αγωνίζονται στο WRC, εγκαταστάθηκε σε μια τοποθεσία έξω από την Ουψάλα, με την επωνυμία «Αndersson Motorsport». Γρήγορα όμως μετακόμισε στο Βέλγιο, κοντά στις Βρυξέλες, προκειμένου οι Corolla και οι Celica του πρωταθλήματος να έχουν την ταχύτερη δυνατή τεχνική υποστήριξη από το μητρικό εργοστάσιο. Τον Φεβρουάριο του 1975, ύστερα από την ενεργειακή και οικονομική κρίση λόγω των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή, προέκυψε η μετονομασία της ομάδας σε Toyota Team Europe (ΤΤΕ) με την συμμετοχή του Οve Andersson, της Toyota Motor Sales και της National Marketing & Sales Company.

Τα πρώτα χρόνια

Η πρώτη νίκη της Τoyota σε αγώνα του παγκοσμίου πρωταθλήματος rally ήταν ήδη τότε γεγονός: Την είχε επιτύχει ο Καναδός Walter Boyce, με συνοδηγό κάποιον Woods, στο «Press on Regardless» του Μίτσιγκαν στις αρχές Νοέμβρη του 1973 με μια Corolla 1600. Όμως ο αγώνας εκείνος δεν ήταν από τους διάσημους του προγράμματος και δεν είχε συγκεντρώσει τις κορυφαίες συμμετοχές της εποχής. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι θεωρούν ως αρχή της μεγάλης πορείας της εταιρείας στον κόσμο των rally την πρώτη θέση του Μikkola στις «1000 λίμνες» τον Αύγουστο του 1975. Το πρώτο αυτοκίνητο-νικητής της Τoyota, η Corolla 1600, εφοδιαζόταν με 16βάλβιδο 4κύλινδρο σε σειρά κινητήρα, που απέδιδε 185 ίππους. Νωρίτερα, τον Ιούλιο, η Corolla είχε πάρει ένα επίσης σημαντικό αποτέλεσμα στην Πορτογαλία με τους Οve Andersson και Arne Hertz να τερματίζουν τρίτοι στην γενική κατάταξη.

Τον επόμενο χρόνο οι Ιάπωνες πιστοποίησαν στο Group 4 για τις ειδικές διαδρομές την νέα δίθυρη, δίλιτρη Celica που καταγράφεται ως 2000 GT RA20. Ο 16βάλβιδος κινητήρας της ήταν επιμελημένος στην Γερμανία από τον οίκο Schnitzer και η συνολική ισχύ της άγγιζε τους 240 ίππους. Με αυτήν οι Μikkola-Hertz ανέβηκαν τρίτοι στο βάθρο των νικητών στις «1000 λίμνες» την χρονιά εκείνη, ενώ οι Αndersson-Liddon λίγο νωρίτερα, στο σκληρό rally Aκρόπολις, είχαν κάνει έναν θαυμάσιο αγώνα μαζί της πριν αναγκαστούν να εγκαταλείψουν. Ήταν δύσκολη εκείνη η περίοδος για το ΤΤΕ, καθώς λόγω των κακών διεθνώς οικονομικών συνθηκών η βοήθεια από το μητρικό εργοστάσιο είχε σοβαρά περιοριστεί, μειώνοντας και τις δυνατότητες εξέλιξης του αυτοκινήτου. Το team, στηριγμένο περισσότερο στους Ευρωπαίους αντιπροσώπους της Τoyota, υποχρεώθηκε το 1978 να παρατάξει τις Celica Group 2 με 8βάλβιδους κινητήρες, που έτσι έχαναν σημαντικό μέρος από την δύναμή τους –50 ολόκληρους ίππους- χωρίς παράλληλα να μπορούν να λύσουν τα προβλήματα που είχαν με διαφορικό, πίσω άξονα και ημιαξόνια.

Παρόλα αυτά όμως δεν του έλειψαν οι διακεκριμένοι τερματισμοί σε δεύτερες και τρίτες θέσεις όπου δινόταν η ευκαιρία, κυρίως με τους Mikkola, Anderson, Waldegard και Eklund. Στο RAC του 1979 αγωνίστηκε για πρώτη φορά η Celica 2000 GT RA40 των 245 ίππων, ομολογκαρισμένη στο Group 4 και με κινητήρες 16βάλβιδους, χωρίς όμως να κατορθώσει να δώσει στην εταιρεία την τρίτη νίκη της στο WRC. Το ψηλότερο σκαλί του βάθρου σε αγώνα πρωταθλήματος είδαν ξανά οι άνθρωποι του ΤΤΕ στην Νέα Ζηλανδία το 1982, επτά χρόνια μετά τη νίκη τους στις «1000 λίμνες», με τους Waldergard και Thorszelius στα buckets της αναβαθμισμένης Celica RA63.

Από το Group B στον Carlos Sainz

Το 1983 η κατηγορία αυτοκινήτων του Group B, που συνδύαζε κυρίως τετρακίνηση και υπερτροφοδότηση καταλήγοντας σε ένα εκρηκτικό μείγμα δύναμης και επιδόσεων, έκανε την εμφάνισή της στον κόσμο των rally. Το ΤΤΕ, που από το 1979 με την υποστήριξη της Τoyota Iαπωνίας είχε μετακομίσει στην Γερμανία, δεν άργησε να «μπεί στο παιχνίδι» με ένα αγωνιστικό πιστοποιημένο στο Group B: Η Celica Twin Cam Turbo δεν ήταν όμως τετρακίνητη, έχοντας και τον κινητήρα της μπροστά κι όχι στο κέντρο, καθώς η εταιρεία προτίμησε να θέσει ως στόχο περισσότερο τις νίκες σε αγώνες rally μεγάλων αποστάσεων. Ως τότε πρωταγωνιστής σε τέτοιου είδους αγώνες -όπως το Safari- ήταν η Νissan, που με τον Mehta και τον Aaltonen είχαν κερδίσει δάφνες αρκετές φορές στις ειδικές διαδρομές της Αφρικής. Η Twin Cam Turbo, με 4κύλινδρο δίλιτρο μοτέρ απόδοσης 370 ίππων με υπερτροφοδότη, είχε τα «συστατικά» που η Τοyota περίμενε από αυτήν. Την περίοδο 1983-1986 το αυτοκίνητο, στα χέρια των Waldergard και Kankkunen, κέρδισε έξι μεγάλες νίκες στο WRC χωρίς το Nissan 240 RS να μπορεί να το ακολουθήσει. Οι τρεις θρίαμβοι στην Ακτή Ελεφαντοστού και οι ισάριθμοι στο φημισμένο Safari άλλαξαν ριζικά την αγωνιστική εικόνα της εταιρείας προς τα έξω, δημιουργώντας και τις προυποθέσεις γι ακόμη υψηλότερους στόχους αργότερα.

Η άμιλλα στις ειδικές διαδρομές με την επίσης ιαπωνική Νissan, που λειτουργούσε ως εκείνα τα χρόνια ως καλώς εννοούμενο μέτρο σύγκρισης γι αυτήν, θα σταματούσε πλέον με νικήτρια των εντυπώσεων οριστικά την Τoyota όσον αφορά τα διεθνή rally. Το 1987, με την καθιέρωση του Group A, το ΤΤΕ εμφανίστηκε στους αγώνες με την πισωκίνητη τρίλιτρη Supra. Mε 6κύλινδρο σε σειρά κινητήρα και 290 ίππους που με υπερτροφοδότηση γίνονταν περίπου 400, το αυτοκίνητο αυτό δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την κυριαρχία των Lancia. Ωστόσο η «ατμοσφαιρική» Supra νίκησε με τους Waldergard, Gallagher τον μαραθώνιο Χονγκ Κονγκ-Πεκίνο, ενώ η Turbo έκανε τέσσερις διαπρεπείς τερματισμούς στο Safari. Η πρώτη τετρακίνητη Τoyota των αγώνων rally έκανε την εμφάνισή της στο Tour de Corse του 1988, έχοντας πια και τις προυποθέσεις να αντιμετωπίσει με ίσους όρους τους Ιταλούς: Η Celica Turbo GT4, 4κύλινδρη με κιβώτιο ταχυτήτων έξι σχέσεων και ισχύ που ξεπερνούσε τους 300 ίππους, είχε σύστημα τετρακίνησης εξελιγμένο από τον πρώην μηχανικό της Οpel Karl-Heinz Goldstein. Νίκησε τον πρώτο της αγώνα στην Αυστραλία το 1989 με πλήρωμα τους Kankkunen-Piironen και την επόμενη χρονιά, με τον Waldergard στο τιμόνι, έφερε στην Τοyota ένα ακόμη τρόπαιο από το rally Safari.

 

Την συνέχεια στις νίκες ανέλαβε το τρομερό ισπανικό δίδυμο Carlos Sainz-Luis Moya, που έφεραν την GT4 άλλες τέσσερις φορές πρώτη στον τερματισμό στους αγώνες του 1990. Αποκορύφωμα της απόδοσης των «δύο» ήταν η εκπληκτική νίκη στο ως τότε «βασίλειο» των Σκανδιναβών, στις «1000 λίμνες» της Φινλανδίας. Το τέλος της περιόδου βρήκε τον Carlos Sainz πρωταθλητή και το ΤΤΕ στην δεύτερη θέση της βαθμολογίας των κατασκευαστών, με ελάχιστη από την Lancia διαφορά. Ήταν η πρώτη φορά που ένας οδηγός της Τoyota κατόρθωνε κάτι τέτοιο, ενώ η εταιρεία με την GT4 έφθανε πια στην παγκόσμια αγωνιστική καταξίωση.

Στην κορυφή του WRC

Οι Carlos Sainz και Louis Moya συνέχισαν την εκρηκτική πορεία τους και το 1991 με την Celica GT4, κερδίζοντας πέντε περιφανείς νίκες στο πρωτάθλημα. Όμως η Lancia και ο Kankkunen «άρπαξαν» και πάλι, με ελάχιστους βαθμούς διαφορά, και τους δύο τίτλους της χρονιάς. Η GT4 νίκησε εκείνη την περίοδο και στην Καταλωνία, με οδηγό τον Αrmin Schwarz και τον πολύπειρο Αrne Hertz στο δεξί bucket. Τον επόμενο χρόνο, στο rally του Monte Carlo, έκανε την εμφάνισή του το πρώτο αυτοκίνητο-παγκόσμιος πρωταθλητής της Τoyota: H Celica Turbo 4WD ST185. Με αυτήν ο Sainz, νικώντας τέσσερις αγώνες (Safari, Νέα Ζηλανδία, Καταλωνία, RAC) κατέκτησε για δεύτερη φορά τον παγκόσμιο τίτλο το 1992.

Για την ιαπωνική εταιρεία το πρώτο πρωτάθλημα ήρθε το 1993, με θριαμβευτικό μάλιστα τρόπο, αφού εκτός του Sainz για το ΤΤΕ οδηγούσαν και οι Αuriol, Alen, Kankkunen. Ο τελευταίος ήταν και ο τελικός επικρατήσας στην μάχη για τον τίτλο των οδηγών. Το αυτοκίνητο συνέχισε την εκπληκτική σταδιοδρομία του και το 1994, αναδεικνύοντας πρωταθλητή τον Didier Auriol και διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία για την εταιρεία για δεύτερη συνεχόμενη αγωνιστική περίοδο. Την χρονιά εκείνη οι θεατές των ειδικών διαδρομών είδαν αρκετούς διαφορετικούς πρωταγωνιστές από πλευράς αγωνιστικών συμμετοχών, αφού η Lancia είχε πλέον και επίσημα αποχωρήσει από τον χώρο.

Στον αντίποδα, είχαν αυξηθεί οι Ιάπωνες κατασκευαστές που λάμβαναν μέρος στο WRC: H Honda μπορεί να μην ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον θεσμό προτιμώντας την κατασκευή κινητήρων για την F1, η Nissan είχε αποτραβηχτεί από χρόνια παρά τις πρόσφατες καλές εντυπώσεις από το Sunny GTi-R του Group N, όμως «μέσα» και με μεγάλες αξιώσεις ήταν η Μitsubishi και η Subaru. Οι δύο Ιάπωνες, με την προσθήκη και της Ford, ήταν πια οι βασικοί ανταγωνιστές της Τoyota. To νέο αγωνιστικό όπλο της εταιρείας, η Celica GT4 ST 205, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο San Remo του 1994 και νίκησε τον πρώτο της αγώνα το 1995 στο Tour de Corse με τους Kankkunen-Grist. Tα γεγονότα της περιόδου εκείνης, με την σκληρή τιμωρία του ΤΤΕ για παράβαση των τεχνικών κανονισμών, δεν επέτρεψαν στο αυτοκίνητο να σταδιοδρομήσει στο WRC όπως θα μπορούσε. Η ST 205 ωστόσο κέρδισε δύο αγώνες το 1996 (Πορτογαλία, RAC), νικώντας και το ευρωπαικό πρωτάθλημα rally με τον Armin Schwarz. Επίσης, προσέθεσε έναν ακόμη τίτλο στο palmares της Toyota το 1997, όταν ο Ιάπωνας Yoshio Fujimoto νίκησε με αυτήν το πρωτάθλημα Ασίας-Ειρηνικού.

Στις «1000 λίμνες» του ίδιου χρόνου «εισέβαλε» στο WRC ο αντικαταστάτης εκείνου του αγωνιστικού, που δεν ήταν άλλος από την Corolla WRC. Το αυτοκίνητο αυτό προέκυψε ουσιαστικά από το «πάντρεμα» του κυρίαρχου ως τότε Group A και των ιδιαιτεροτήτων του αλλοτινού Group B, διατηρώντας τα μηχανικά στοιχεία των προκατόχων του αλλά με διαφοροποιήσεις στην λειτουργία του κιβωτίου ταχυτήτων των έξι σχέσεων που διέθετε (sequential). H Corolla WRC έκανε την πρώτη της νίκη στο Monte Carlo το 1998 με τους Sainz/ Moya, που είχαν επιστρέψει από την αρχή της περιόδου στο ΤΤΕ. Με την συνδρομή ενός ακόμη κορυφαίου πληρώματος, των Auriol/Giraudet, η Τoyota κατέκτησε το 1999 το τρίτο της παγκόσμιο πρωτάθλημα κατασκευαστών. Θεωρώντας πως δεν είχε τίποτε πλέον να αποδείξει στο χώρο των rally, αποσύρθηκε από τον θεσμό την επόμενη χρονιά έχοντας νέους αγωνιστικούς στόχους για την αυγή του 21ου αιώνα, που δεν ήταν άλλοι από την εμπλοκή στο πρωτάθλημα της F1.

Η Gazoo Racing αναλαμβάνει μια βαριά αποστολή με το Yaris WRC, καθώς στους μήνες που έρχονται θα συγκριθεί με έναν μύθο, τον οποίο καλείται να ξεπεράσει ή τουλάχιστον να σταθεί άξια δίπλα του. Τα πρώτα δείγματα της δουλειάς της, στους αγώνες ταχύτητας και αντοχής όπου έχασε πέρισυ τη νίκη στο Le Mans σχεδόν στον τελευταίο γύρο για ένα… τίποτα, δείχνουν ότι μπορούμε να περιμένουμε μεγάλα πράγματα στο μέλλον. Ας μείνουμε συντονισμένοι λοιπόν…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!