Είχε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ξεχωριστού πρωταθλητή: ταχύτητα που «έσπαγε» τα χρονόμετρα παντού (χώμα, άσφαλτος, χιόνι, λάσπη, βρεγμένο οδόστρωμα), άριστη γνώση των συνθηκών του αγώνα και της τακτικής των αντιπάλων.
Επίσης, μπορούσε σε ελάχιστα λεπτά, με βάση τις «παραμέτρους» ενός ράλλυ, να προσδιορίσει με ακρίβεια την επίδοση που θα επιτύχει σε μια χρονομετρημένη διαδρομή καθώς και την αντίστοιχη των ανταγωνιστών του. Ακόμα, ήξερε πολύ καλά να «διαβάζει» και να βελτιώνει, από αγώνα σε αγώνα, το εκάστοτε αυτοκίνητό του. Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων πλεονεκτημάτων, που εκείνος επεξεργαζόταν με τέλειο τρόπο στο ταχύτατα σκεπτόμενο μυαλό του μέσα στις ειδικές διαδρομές, του απέφερε 14 νίκες και 2 τίτλους οδηγών στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλλυ. Ωστόσο, κορυφαίος δεν ήταν μόνο εκεί. Αυτό φάνηκε από τη συμμετοχή του και σε ορισμένους αγώνες του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Αντοχής στα τέλη της δεκαετίας του ʼ70, στο τιμόνι των Lancia Beta Montecarlo και των Porsche 935, όπου κέρδισε δύο νίκες, στις 6 Ώρες του Μπραντς Χατς και του Σίλβερστοουν, αντίστοιχα. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1987, έλαβε μέρος με το Αudi Quattro Sport S1 και στην περίφημη ανάβαση του Πάικς Πικ στην Αμερική: Ήταν ο πρώτος οδηγός στην ιστορία που την ανέβηκε σε χρόνο λιγότερο των 11 λεπτών. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά τη λήξη της σταδιοδρομίας του στις ε.δ., θεωρείται από πολλούς ο καλύτερος οδηγός αγώνων ράλλυ όλων των εποχών…
Το ξεκίνημα…
O Bάλτερ Ρερλ γεννήθηκε το Μάρτιο του 1947 στο Ρέγκενσμπουργκ της Βαυαρίας, στην -τότε- Δυτική Γερμανία. Σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε να εργάζεται στην επισκοπή της πόλης και σύντομα έγινε ο προσωπικός οδηγός του προκαθημένου της. Οι απαιτητικές συνθήκες της δουλειάς του τον υποχρέωναν να διανύει ετησίως περίπου 120.000 χλμ., τα οποία συνέβαλαν στο να αποκτήσει ταχύτητα και εμπειρία στο τιμόνι από πολύ νωρίς. Η σχέση του με το αυτοκίνητο εκείνα τα χρόνια έγινε τόσο ισχυρή, ώστε να τον ωθήσει το 1968 να αφήσει το σκι -που αγαπούσε ιδιαίτερα- σε δεύτερη μοίρα και να λάβει μέρος στον πρώτο του μηχανοκίνητο αγώνα. Ξεχώρισε σχεδόν αμέσως στο Γερμανικό Πρωτάθλημα Ράλλυ, αν και η πρώτη νίκη του ήρθε τρία χρόνια αργότερα, στο Βισμπάντεν, όπου οδήγησε ένα Ford Capri 2600 RS. Ο αγώνας εκείνος προσμετρούσε και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ ο κύριος αντίπαλος του τέως οδηγού του επισκόπου την περίοδο εκείνη ήταν ο Ακίμ Βάρμπολντ (BMW 2002 ti).
To 1973 ήταν πολύ σημαντικό γιʼ αυτόν, καθώς έγινε μέλος της αγωνιστικής ομάδας Euro Handler Team, διαδόχου της Ιrmscher Team, που συμμετείχε στους αγώνες του Ευρωπαϊκού και του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ράλλυ με τα Οpel Ascona. Την επόμενη χρονιά, στο τιμόνι του γερμανικού αγωνιστικού, ο Βάλτερ αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης, σημειώνοντας πέντε νίκες. Ωστόσο, αυτός ο τίτλος δεν ήταν παρά μόνο η αρχή μιας μεγάλης σταδιοδρομίας.
Παγκόσμιος…
Ο Pερλ αγωνίστηκε με τα αυτοκίνητα της Οpel έως το 1977, αρχικά με την Αscona των 200 ίππων, με την οποία κέρδισε την πρώτη του νίκη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλλυ, και ύστερα με το αντίστοιχης ισχύος Kadett GT/E, επίσης του Group 2. Eκείνη τη χρονιά ξεκίνησε και η σχέση του με τον Όμιλο Fiat και τα 131 Abarth του Group 4, στα οποία συνάντησε τον Κρίστιαν Γκαϊσντόρφερ, μόνιμο έπειτα συνοδηγό του, όπου κι αν πήγε μέχρι το τέλος της καριέρας του. Στις τέσσερις πλήρεις αγωνιστικές περιόδους του με τα ιταλικά αγωνιστικά κέρδισε έξι μεγάλες νίκες, μαζί και τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο, το 1980.
Δύο χρόνια αργότερα επανέλαβε τον άθλο του, αυτήν τη φορά με το Οpel Ascona 400 της Rothmans Rally Team, ένα πανίσχυρο αγωνιστικό χωρίς τούρμπο και τετρακίνηση, που έμοιαζε ξεπερασμένο στο «κατώφλι» της εποχής των αυτοκινήτων του Group B: Δύο νίκες και ορισμένοι πολύ καλοί τερματισμοί στο βάθρο στάθηκαν αρκετά για να κατακτήσει ο Γερμανός για δεύτερη φορά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των Οδηγών.
Το 1983 το διεκδίκησε για τρίτη φορά, στο μπάκετ της Lancia 037 Rally, όμως οι τρεις νίκες του με αυτή δε στάθηκαν αρκετές για να επιτύχει το στόχο του. Την επόμενη χρονιά μεταπήδησε στην Αudi, στην οποία παρέμεινε έως το τέλος της θητείας του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα (1987). Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την τετρακίνηση σε συνθήκες αγώνα και εξοικειώθηκε απόλυτα μαζί της, αναγκάζοντας τους περισσότερους να σκεφτούν πως, «αν είχε οδηγήσει νωρίτερα τα Quattro, θα είχε και με αυτά κατακτήσει τον τίτλο».
Ο Πραγματικός Οδηγός…
Μπορεί να σταμάτησε τους αγώνες, όμως δεν έπαψε ποτέ να οδηγεί σε κορυφαίο επίπεδο, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια είναι ο άνθρωπος που δοκιμάζει και στη συνέχεια εξελίσσει, σε συνεργασία με τους σχεδιαστές και τους μηχανικούς, όλες τις Porsche 911 παραγωγής – και όχι μόνο. «Σπίτι» του το Νίρμπουργκρινγκ των 22 χλμ., και το να το βρεθείς κάποτε εκεί, δεμένος στο δεξί κάθισμα δίπλα του για ένα γρήγορο γύρο, είναι μία από τις καλύτερες αυτοκινητιστικές εμπειρίες που μπορείς να ζήσεις. Ορισμένες φορές «ξεκλέβει» και λίγο χρόνο για τους αγώνες του Πρωταθλήματος Ιστορικών Αυτοκινήτων της FIA, όπου μόλις τον περασμένο μήνα σημείωσε ακόμα μία νίκη, οδηγώντας στο Ράλλυ της Κόστα Μπράβα μια Porsche 911 RSR του 1981.
ΡΑΛΛΥ ΜΟΝΤΕ ΚΑΡΛΟ
Αν και δύσκολα μπορείς να εντοπίσεις το «high-point» μιας τόσο μεγάλης σταδιοδρομίας, είναι αδύνατο να μη σταθείς στα αποτελέσματα του Ρερλ στο «Μόντε»: Με χιόνι ή χωρίς, με πισωκίνητο αγωνιστικό του Group 4 ή του Group B, ανεξάρτητα από το αν διαθέτει ή όχι τετρακίνηση και αν ο κινητήρας είναι τοποθετημένος στο κέντρο ή μπροστά, σημείωσε τέσσερις νίκες -αρχής γενομένης το 1980-, με τις τρεις από αυτές να είναι συνεχόμενες. Δε γίνεται να πεις ποια ήταν η καλύτερη, ήταν όλες, μα κυρίως το ότι μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Βάλτερ έστελνε με αυτόν τον τρόπο στους ανταγωνιστές του το μήνυμα πως «με ό,τι κι αν έρθω εδώ, θα σας κερδίσω».
ΡΑΛΛΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Το Ακρόπολις ήταν άλλο ένα επιτυχημένο πεδίο δράσης για τον Γερμανό, αφού σε αυτό κέρδισε τις δύο πρώτες νίκες του στο WRC, το 1975 με την Opel Ascona και το 1978 με το Fiat 131 Abarth. Η νίκη του με το γερμανικό αγωνιστικό ήταν εκείνη που «πόνεσε» τους Έλληνες πιο πολύ, αφού εκείνη τη χρονιά υπήρχαν πιθανότητες η 1η θέση να καταληφθεί από τον «Σιρόκο» με την Αlpine. Ωστόσο, ο Ρερλ αποδείχθηκε ασυγκράτητος στον αγώνα, πόσο μάλλον όταν επιπροσθέτως αναζητούσε τότε την πρώτη του παγκόσμια διάκριση! Ακόμα μία νίκη, το 1983 με τη Lancia 037, τον κατέστησε πολυνίκη στα ελληνικά χώματα για αρκετά χρόνια. Συμπτωματικά ή όχι, στο Ράλλυ Ακρόπολις του 1987 έκανε την τελευταία εμφάνισή του στο WRC, οδηγώντας Audi 200 Quattro.
ΤΙΤΛΟΙ
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Οδηγών Ράλλυ: 1980, 1982
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Οδηγών Ράλλυ: 1974
Αφρικανικό Πρωτάθλημα Οδηγών Ράλλυ: 1982
ΝΙΚΕΣ
Ράλλυ Βισμπάντεν 1971 (Ford Capri 2600 RS)
Ράλλυ Βαλτικής 1972 (Ford Capri 2600 RS)
Ράλλυ Ισπανίας 1974 (Οpel Ascona)
Ράλλυ Αυστρίας 1974 (Οpel Ascona)
Ράλλυ ADAC 1974 (Οpel Ascona)
Ράλλυ Μολδαβίας 1974 (Οpel Ascona)
Ράλλυ Λουγκάνο 1974 (Οpel Ascona)
Ράλλυ Ακρόπολις 1975 (Opel Ascona)
Ράλλυ Ακρόπολις 1978 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ Κριτήριο του Κεμπέκ 1978 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ Μόντε Κάρλο 1980 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ Πορτογαλίας 1980 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ Αργεντινής 1980 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ Σαν Ρέμο 1980 (Fiat 131 Abarth)
Ράλλυ ADAC 1980 (Fiat 131 Abarth)
Mπραντς Χατς 6 Ώρες 1980 (Lancia Beta Montecarlo)
Σίλβερστοουν 6 Ώρες 1981 (Porsche 935 J)
Ράλλυ ΜόντεΚάρλο 1982 (Opel Ascona 400)
Ράλλυ Ακτής Ελεφαντοστού 1982 (Opel Ascona 400)
Ράλλυ Μόντε Κάρλο 1983 (Lancia Rally 037)
Ράλλυ Ακρόπολις 1983 (Lancia Rally 037)
Ράλλυ Νέας Ζηλανδίας 1983 (Lancia Rally 037)
Ράλλυ Μόντε Κάρλο 1984 (Αudi Quattro)
Ράλλυ Σαν Ρέμο 1985 (Audi Quattro Sport S1)
Ανάβαση Πάικς Πικ 1987 (Audi Quattro Sport S1)