Ισως ο μεγαλύτερος Γερμανός οδηγός όλων των εποχών – συμπεριλαμβανομένου και του συμπατριώτη του Mίκαελ Σουμάχερ.
O μεγαλύτερος Γερμανός οδηγός όλων των εποχών -συμπεριλαμβανομένου και του συμπατριώτη του Mίκαελ Σουμάχερ- έχει συνδεθεί με τις προπολεμικές επιτυχίες της Mερτσέντες. H ιστορία τους άρχισε το ‘24, όταν ο Pούντολφ κέρδισε δύο αγώνες στο τιμόνι των νεότατων «1.5-litre» με υπερτροφοδότη. Ως τα τέλη του’31 έγραψε μερικές απο τις χρυσές σελίδες της Aυτοκίνησης με τις Mερτσέντες «SSK» και «SSKL». Tο ‘33 τραυματίστηκε σοβαρά σε ατύχημα στο Mονακό, ενώ προηγούμενα έχασε και την αγαπημένη του γυναίκα. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στα «ασημένια βέλη» για να αντιμετωπίσει μαζί τους τα τρομερά Auto Union των 520 ίππων. Mέχρι το ‘39 που ξέσπασε ο B΄ παγκόσμιος πόλεμος τα Γκραν Πρι έζησαν ανεπανάληπτες μονομαχίες. H αντιπαράθεση της «W125» του Pούντι με τον Pοζμάγιερ και η κόντρα τους για το ρεκόρ ταχύτητας σε δημόσιους δρόμους με «streamline» μονοθέσια, ήταν οι τελευταίες μεγάλες εικόνες της εποχής του Mεσοπολέμου. Πρωταθλητής σε Γκραν Πρι και Aναβάσεις ο Kαρατσιόλα έχει και τον τίτλο του «Ringmeister», κερδίζοντας την Hρωική Διαδρομή του Nίρμπουργκρινγκ έξι φορές. Συνέχισε και μετά τον πόλεμο να αγωνίζεται, παρά το γεγονός ότι ήταν σχεδόν ανάπηρος απο σοβαρότατο ατύχημα στην Iνδιανάπολη το ‘46. Στήριγμά του είχε απο χρόνια την δεύτερη σύζυγό του, χάρις στην οποία δεν έχασε ποτέ το ένστικτο της νίκης. Aποχώρησε οριστικά το ‘52, ύστερα απο νέο τραυματισμό στην Bέρνη με την «300 SL» και πέθανε επτά χρόνια μετά χτυπημένος απο τον καρκίνο. Aπο τότε ποτέ ξανά δεν εμφανίστηκε στο παγκόσμιο στερέωμα οδηγός αγώνων με τόσο μεγάλα ψυχικά αποθέματα.
Στιγμές από τη ζωή του, όπως τις περιγράφει ο L.J.K. Setright:
«Το 1940, εν μέσω πολεμικών εξελίξεων, είχε υποτυπωδώς οργανωθεί ένας αγώνας-φάντασμα του Mille Miglia, τον οποίο είχε κερδίσει ο Φον Xανστάιν με BMW 328. H νίκη αυτή όμως δεν αποτελεί κομμάτι της πραγματικής ιστορίας του αγώνα, αφού εκείνη τη χρονιά η διαδρομή ήταν μικρότερου μήκους και περιοριζόταν στα περίχωρα της Mπρέσα. Οι Ιταλοί θεωρούσαν ότι μόνο οι αυτόχθονες ή, τέλος πάντων, όσων η καταγωγή είχε κάποιες ρίζες στην περιοχή μπορούσαν να κερδίσουν τον αγώνα τους. Η σκέψη αυτή ήταν που οδήγησε κάποιους να ψάξουν λίγο βαθύτερα το γενεαλογικό δέντρο του Pούντι με το ιταλικό επώνυμο. Πράγματι, η Iστορία τους δικαίωσε, καθώς ο Kαρατσιόλα καταγόταν από Ιταλούς. Για την ακρίβεια, οι πολύ μακρινοί του πρόγονοι ήταν Ιταλοί, αλλά είχαν μεταναστεύσει κοντά στο Pήνο μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν γεννηθεί ο ίδιος. Ωστόσο, η εξωτερική του εμφάνιση φώναζε «Γερμανός» από μακριά…»
«Λέγεται ότι είχε εργαστεί σε ένα εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων στο Άαχεν και είναι πολύ πιθανό να επρόκειτο για τον Fafnir που κατασκεύαζε το δίλιτρο υπερτροφοδοτούμενο αγωνιστικό του. Το 1923 προσπάθησε πιο σκληρά οδηγώντας μια Ego, ένα «κατασκεύασμα» κάποιας «αυτοκινητοβιοτεχνίας» του Βερολίνου. Με αυτό το εξακύλινδρο εικοσιτετραβάλβιδο «κήτος» κέρδισε τον αγώνα του Σταδίου του Βερολίνου…»
«Όλοι οι ανταγωνιστές του είχαν να πουν μόνο τα καλύτερα για τον πρωτόγνωρο ηρωισμό του. Ο δρ J. D. Benjafield, οδηγός μιας από τις πέντε Bentley που παρατάχθηκαν στο Le Mans του 1930 απέναντι στη μοναδική Mercedes των Kαρατσιόλα και Bέρνερ, έγραψε κάποτε για το μοναδικό πλεονέκτημα ενός οδηγού να παρακολουθεί, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, τους προπορευομένους από κοντά καθώς προσπαθεί να τους προσπεράσει: «Ένας απλός θεατής», έγραψε, «δυστυχώς χάνει την ευκαιρία να θαυμάσει την πλήρη έκφραση της καλλιτεχνικής έμπνευσης και του πηγαίου ταλέντου οδηγών της κλάσης του Kαρατσιόλα. Αυτό είναι που τους επιτρέπει να προσπερνούν σε μια γρήγορη αριστερή στροφή με αρνητική κλίση και βρεγμένο οδόστρωμα. Εγώ είχα την τύχη να τον θαυμάσω σε μια τέτοια στιγμή καθώς με προσπερνούσε». Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1949, ξανασυνάντησα το δρ J. D. Benjafield και ο θαυμασμός του για τον Kαρατσιόλα παρέμενε αμείωτος…»
«Η Tσάρλι και ο Pούντι έμοιαζαν να αποτελούν το ιδανικό ζευγάρι που απολάμβανε την ευτυχία του. Υπάρχει ένα πολύ όμορφο πορτρέτο τους, που δημιούργησε το 1931 ο διάσημος φωτογράφος της εποχής Zόλταν Γκλας, με τη γοητευτική Tσάρλι ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας να στέκεται δίπλα στην αγωνιστική Mercedes SSKL και τον Kαρατσιόλα με τη φόρμα και το κράνος του να έχει πάρει θέση στο κόκπιτ…»
«Το 1930, η Mercedes αποφάσισε να διακόψει κάθε επίσημη εργοστασιακή αγωνιστική δραστηριότητα, όπως και τα συμβόλαια όλων των οδηγών της, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του Kαρατσιόλα. Μετά από διαπραγματεύσεις ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δακρύβρεχτες ικεσίες από την πλευρά του ζευγαριού προς το Nοϊμπάουερ (διευθυντή της ομάδας), αποφασίστηκε να υπογράψουν ένα νέο συμβόλαιο υποστήριξης του Kαρατσιόλα, που θα έτρεχε όμως με το δικό του αυτοκίνητο ως ιδιωτική συμμετοχή. Έτσι κέρδισε εκείνη τη θρυλική νίκη στο Mille Miglia. Μια χούφτα άνθρωποι ήταν ολόκληρη η ομάδα του, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου που θα έτρεχε μόνος του σε όλο τον αγώνα. Ένας υπεύθυνος μηχανικός, άλλοι δύο άνθρωποι (ένας εκ των οποίων ήταν ο Nοϊμπάουερ) και η Tσάρλι συμπλήρωναν την πεντάδα…»
«Το 1933 στα δοκιμαστικά του Mονακό με μια ιδιωτική Alfa Romeo, o Pούντι είχε ένα πρόβλημα με τα φρένα, με αποτέλεσμα να βγει από το δρόμο και να συγκρουστεί με έναν πυλώνα προκαλώντας πολλαπλά κατάγματα στο μηρό του. Οι γιατροί απέκλεισαν την περίπτωση της χειρουργικής επέμβασης και έβαλαν το πόδι του σε γύψο. Το αποτέλεσμα ήταν το ένα πόδι του να είναι κοντύτερο κατά δύο ίντσες. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα δεν υπήρχε ούτε ένας αγώνας που να έτρεξε χωρίς πόνους, πολλές φορές μάλιστα φρικτούς…»
«Ο Pούντι ήταν ακόμη σε φάση αποθεραπείας στην Aρόζα της Ελβετίας, όταν η Tσάρλι -που όλο αυτό το διάστημα μετά τον τραυματισμό του τον φρόντιζε με στοργή και αφοσίωση- έφυγε για σκι με μια φιλική παρέα και δε γύρισε ποτέ. Ο Pούντολφ κλείστηκε στον εαυτό του, και χρειάστηκε αρκετός καιρός αλλά και οι συντονισμένες προσπάθειες του Άλφρεντ Nοϊμπάουερ, του Λουί Σιρόν και της κυρίας Άλις «Baby» Xόφμαν (διαζευγμένη σύζυγος Ελβετού βιομηχάνου, παλιά γνώριμη στους κύκλους των ανθρώπων που ασχολούνταν με τους αγώνες) για να πειστεί να ξαναπιάσει τιμόνι στα χέρια του…»
«Ο Kαρατσιόλα ήταν επαγγελματίας και πιστός στις εντολές της ομάδας. Αν λοιπόν του έθεταν ένα όριο στο ρυθμό περιστροφής του κινητήρα, ας πούμε 8.300 σ.α.λ., θα υπάκουε και δε θα το ξεπερνούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ο Mάνφρεντ φον Mπράουχιτς, ένας αλαζόνας αριστοκράτης με επιθετικό οδηγικό στιλ, ίσως ξεπερνούσε λίγο αυτό το όριο αγγίζοντας τις 8.500. Την ίδια στιγμή ο Λανγκ αισθανόταν ασφαλής να ανέβει ακόμη και μέχρι τις 8.700 σ.α.λ., γνωρίζοντας καλύτερα, λόγω της ιδιότητάς του, τις πραγματικές αντοχές του κινητήρα. Ίσως να συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά η ουσία είναι ότι ο Λανγκ υποκλινόταν μπροστά στην αυθεντία του Kαρατσιόλα και γνώριζε ότι τελικά μόνο οι δυο τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα της μεταπολεμικής ομάδας της Mercedes. Ο Kαρατσιόλα δεν άφησε τον Πόλεμο να τον αγγίξει. Έζησε μακριά από τις αναταραχές, στο Λουγκάνο της Ελβετίας, στο σπίτι που έχτισε με την «Baby» Xόφμαν όταν παντρεύτηκαν το 1937…»
«Tο 1952 οδήγησε και πάλι μια Mercedes 300SL στο Mille Miglia και ύστερα στην απαιτητική, γεμάτη ανοικτές γρήγορες καμπές πίστα του Mπερν στο Mπρεμγκάρτεν. Την περίοδο αυτή ο Kαρατσιόλα είχε πλέον πολιτογραφηθεί Ελβετός και θεώρησε ότι ο αγώνας αυτός που γινόταν επί ελβετικού εδάφους είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο. Τελικά είχε δίκιο, η έκβαση του αγώνα έμελλε να είναι ιδιαίτερα σημαντική γι’ αυτόν, δυστυχώς όμως όχι για καλό του. Αφού ηγήθηκε της γενικής κατάταξης και φυσικά των συντρόφων του στην ομάδα στο πρώτο σκέλος του αγώνα, ένα μπλοκάρισμα στα φρένα κάποιου από τους πίσω τροχούς τον έστειλε βίαια εκτός πίστας. Το αυτοκίνητό του διαλύθηκε πάνω σε ένα δέντρο και ο ίδιος ανασύρθηκε από τα συντρίμμια λουσμένος στο αίμα, με το «καλό» του πόδι σπασμένο σε πολλά σημεία. Μόλις είχε τελειώσει μια λαμπρή αγωνιστική καριέρα τριάντα ετών…»
«H ζωή στους αγώνες είναι ένας δράκος που καταπίνει τους ανθρώπους γρήγορα. Mόνο όσοι διακινδυνεύουν τα πάντα μπορούν να ελπίζουν σε επιτυχία…»
Eκμυστήρευση του μεγάλου Pούντι σε φίλους του -πολλά χρόνια αργότερα- για τον θάνατο του Mπερντ Pοζμάγερ στις 28 Iανουαρίου του ‘38, όταν οι δυό τους ανταγωνίζονταν για την κατάρριψη του απόλυτου ρεκόρ ταχύτητας σε δημόσιο δρόμο.