Μπορεί ο παγκόσμιος πρωταθλητής του 1979 με τη Ferrari να βρίσκεται πλέον στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, όμως η «αύρα» του δεν έχει ηλικία. Για εμάς, θα είναι για πάντα νέος…
Η πρώτη ανάμνηση που έχουμε από τον Jody Scheckter είναι από το Grand Prix της Μεγάλης Βρετανίας το 1973, όπου ένα νεανικό λάθος του στο cockpit της Yardley McLaren-Cosworth έφερε την αναστάτωση στο… μισό grid, αναγκάζοντας σχεδόν όλους τους πιλότους των πίσω σειρών της εκκίνησης να εγκαταλείψουν άδοξα τον αγώνα. Ωστόσο, ελάχιστοι στάθηκαν σε αυτό το ατυχές περιστατικό, αφού ο Jody ήταν απίστευτα γρήγορος με ό,τι κι αν οδηγούσε.
Ο Nοτιοαφρικανός πιλότος έφτασε στις πρώτες του νίκες με τις Tyrrell-Cosworth (όπου ήταν δίδυμο με τον αξέχαστο Γάλλο Patrick Depailler) το 1974. Δύο χρόνια αργότερα στη Σουηδία έγινε ο μόνος οδηγός Grand Prix που έχει στο ενεργητικό του νίκη με εξάτροχο αυτοκίνητο, παρά την τραγική πρόσφυση των τεσσάρων εμπρός ελαστικών εκείνης της τόσο παράξενης Tyrrell. Ήδη τότε, έχαιρε μεγάλης φήμης και θεωρείτο ως ένας από τους καλύτερους οδηγούς του θίασου της Formula 1 εκείνης της εποχής.
Η πρώτη μεγάλη στροφή στην καριέρα του ήρθε στις αρχές του 1977, όταν ο Καναδός επιχειρηματίας Walter Wolf τον έπεισε να οδηγήσει για την εταιρεία του το «WR1».Τα πράγματα ξεκίνησαν υπέροχα γι αυτόν και ως το Μονακό, όπου κέρδισε σημειώνοντας την 100η νίκη του κινητήρα Cosworth στη F1, ήταν πρώτος στην βαθμολογία.
Στην συνέχεια οι Ferrari φανέρωσαν την ανωτερότητά τους και ο Jody κλείνοντας με νίκη τις αναμετρήσεις του 1977 ήταν ο δευτεραθλητής της χρονιάς. H αναξιοπιστία της Wolf το 1978 δεν πρόσθεσε τίποτε στην φήμη του, όμως η αντίστροφη μέτρηση για την κατάκτηση ενός τίτλου είχε αρχίσει. H δεύτερη μεγάλη στροφή της καριέρας του ήταν γεγονός, καθώς ο Γέρος του Μαρανέλο τον κάλεσε κοντά του. Tο 1979 θα έτρεχε με τις Ferrari.
Ο Scheckter παρέλαβε την νέα «312Τ4» στο Κιαλάμι και τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Villeneuve, έχοντας δεί τον Laffite να νικά δύο φορές και να του διεκδικεί το τρόπαιο. Όμως το καλύτερο δίδυμο οδηγών της Scuderia από την εποχή von Trips-Phill Hill βρήκε τον τρόπο να αντιδράσει κερδίζοντας τέσσερις φορές στους πέντε επόμενους αγώνες.
Ο Νοτιοαφρικανός έκανε τον καλύτερo αγώνα της ζωής του στην πίστα του Ζόλντερ και εκεί κατάλαβαν όλοι πως ήταν πια ώριμος για το παγκόσμιο στέμμα. Διατηρήθηκε πρώτος παρά την πίεση του Clay Regazzoni στο πριγκιπάτο του Μονακό και έκανε σπουδαίους τερματισμούς, όταν στη συνέχεια της χρονιάς οι Williams FW07 κέρδιζαν τον ένα αγώνα μετά τον άλλο.
Νικώντας στην Μόντσα, μπροστά στους εκστασιασμένους «τιφόζι» της ομάδας του, γιόρτασε και τυπικά την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι για τα επόμενα 21 χρόνια κανένας πιλότος δεν θα κέρδιζε το παγκόσμιο πρωτάθλημα των οδηγών στο cockpit μιας Ferrari, ώσπου να το καταφέρει αυτό ο μεγάλος Michael Schumacher το 2000.
Το 1980 ο Jody, με τον αριθμό 1 στο μονοθέσιό του, δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον παγκόσμιο τίτλο του. Αιτία γι αυτό ήταν η 312T5, που ήταν το χειρότερο αγωνιστικό στην ιστορία της Ferrari στη Formula 1, μαζί με εκείνο του 1969. Ήταν τόσο κακό, που για πρώτη φορά στα χρονικά των Grand Prix ένας παγκόσμιος πρωταθλητής δεν μπόρεσε να φτάσει το 107% της επίδοσης του πρώτου στις κατατακτήριες δοκιμές, με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να πάρει μέρος στον αγώνα. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Όμως, ούτε αυτό ήταν ικανό να του χαλάσει την ψυχολογία, καθώς είχε πάρει την απόφασή του: στο τέλος εκείνης της αγωνιστικής περιόδου θα κρεμούσε τα γάντια του. Ο Scheckter ήταν απόλυτος. Κανείς δε μπόρεσε να τον μεταπείσει, ούτε καν για ένα σύντομο comeback, όπως εκείνα του Jones και του Mansell αρκετά χρόνια αργότερα. Άλλωστε, το ήξερε κι ο ίδιος, το ήξεραν κι όλοι οι άλλοι: δεν είχε τίποτα να αποδείξει σε κανέναν.
Συνολικά έλαβε μέρος σε 113 Grand Prix από το 1972 μέχρι το 1980. Την πρώτη του νίκη την πέτυχε στο Σουηδικό Grand Prix του 1974 και την τελευταία στο Ιταλικό Grand Prix του 1979. Δεκαετίες αργότερα, στο Goodwood Festival of Speed, οι θεατές τον είδαν ξανά στο τιμόνι εκείνης της απίθανης εξάτροχης Tyrell. Τίποτα δεν είχε αλλάξει επάνω του. Το ίδιο παιδικό πρόσωπο αν και χωρίς το κατσαρό φουντωτό μαλλί της νιότης, η ίδια αυτοπεποίθηση στο βλέμμα, που ακτινοβολούσε με ήρεμο τρόπο το «ξέρω ποιός είμαι». Μερικοί άνθρωποι δεν γερνάνε ποτέ κι οι παλιοί θιασώτες των αγώνων καταλαβαίνουν πολύ καλά τί λέμε. Να τα εκατοστήσεις, Jody._Σπ. Χατ.