Το «ημίαιμο» αγωνιστικό της Αlfa Romeo, που δεν πρόλαβε να πετάξει. Οικονομικά προβλήματα ανέκοψαν την προσπάθεια, αφού οι δυνατότητες των επιχειρηματιών που ανέλαβαν το εγχείρημα δεν μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνες των εργοστασίων.
Η ιστορία του «Κόνδoρα» ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο πρώην οδηγός δοκιμών της Ferrari Luigi Bertocco πρότεινε στους dealers της Alfa Romeo στην Parma Giovanni και Sergio Aguzzoli να εξελίξουν από κοινού ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο. Η ιδέα του βρήκε πρόσφορο έδαφος και σύντομα προχώρησε, με τη συνδρομή των πρώην μηχανικών της Maserati Giorgio Neri και Luciano Bonacini, οι οποίοι συνεργάζονταν από τον Μάιο του 1960 και στη συνέχεια επρόκειτο να απασχολήσουν ευχάριστα τον κόσμο της Αυτοκίνησης με τις δικές τους τετράτροχες δημιουργίες. Η ονομασία του προέκυψε από το επώνυμο των χρηματοδοτών του, ενώ το δεύτερο συνθετικό της ήταν το ψευδώνυμο του ενός από αυτούς.
Οι δύο ικανότατοι μηχανικοί αποφάσισαν να ακολουθήσουν το ρεύμα των καιρών και να τοποθετήσουν τον κινητήρα του αυτοκινήτου που είχαν αναλάβει στο κέντρο του αμαξώματος, τάση που μόλις είχε εμφανιστεί και έμελλε να επικρατήσει κατά κράτος. Για την περίσταση, χρέη μηχανικού συνόλου επιτέλεσε ο 4κύλινδρος σε σειρά κινητήρας της Alfa Romeo Giulietta SZ, των 1.290 κυβικών εκατοστών, που στην αρχική του μορφή απέδιδε 97 ίππους στις 6.500 στροφές ανά λεπτό. Την μετάδοση της κίνησης στους πίσω τροχούς εξυπηρετούσε ένα χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων της Citroen, ενώ το πλαίσιο του αυτοκινήτου ήταν σωληνωτό.
Η διαμόρφωση του αμαξώματος πραγματοποιήθηκε από τον Piero Drogo, γνωστό μας και από τη μετέπειτα επιτυχημένη συνεργασία του με τους δύο μηχανικούς. Αργότερα κτίστηκε και ένα δεύτερο αγωνιστικό, στο οποίο τοποθετήθηκε ο μεγαλύτερος κινητήρας των 1.570 κυβικών εκατοστών της Alfa Romeo Giulia Coupe TZ, ισχύος 113 ίππων, που συνδυάστηκε με το χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων της Hewland. Το κατασκευασμένο από fiberglass αμάξωμά του σχεδιάστηκε από τον Franco Reggiani.
Το Aguzzoli Condor των 1.290 κυβικών εκατοστών έκανε τις πρώτες του δοκιμές στο αυτοκινητοδρόμιο της Modena, με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στον πρώτο αγώνα που έδωσε το παρών, στο Coppa FISA του 1963, δεν μπόρεσε τελικά να λάβει μέρος επειδή ο πιλότος που είχε δηλωθεί να το οδηγήσει άλλαξε την τελευταία στιγμή. Η ομάδα δεν αιφνιδιάστηκε ξανά και στη δημοφιλή ανάβαση Trento-Bondone το 1964 παρουσιάστηκε και με τα δύο της αυτοκίνητα. Ο απολογισμός τους δεν ήταν σπουδαίος, ωστόσο κρίθηκε θετικός για αρχή: O Luigi Bertocco τερμάτισε έβδομος με το αγωνιστικό των 1.3 λίτρων στην κατηγορία των Πρωτοτύπων, ενώ ο Umberto Masetti με την ισχυρότερη έκδοση των 1.6 λίτρων κατατάχθηκε στην έκτη θέση.
Στη συνέχεια οι δύο «Κόνδορες» έλαβαν μέρος στην ανάβαση Cesana-Sestriere, όπου ο Masetti ήταν και πάλι έκτος, με τον Bertocco να εγκαταλείπει. Tα πράγματα άλλαξαν σημαντικά για τον δεύτερο στο εξωπρωταθληματικό Coppa FISA τον Δεκέμβριο του 1964, καθώς ολοκλήρωσε δωδέκατος στη γενική κατάταξη, κατακτώντας παράλληλα τη δεύτερη θέση στην κλάση των 1.3 λίτρων. Για το αυτοκίνητο των 1.6 λίτρων με τον ανερχόμενο Ιταλό αστέρα Ernesto Brambilla στο τιμόνι, ο αγώνας εξελίχθηκε ακόμη καλύτερα, αφού είδε την καρό σημαία στην πέμπτη θέση, νικώντας συνάμα και την κατηγορία του.
Αισιόδοξοι για ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, οι άνθρωποι της ομάδας έστειλαν τα δύο Aguzzoli στα 1.000 χιλιόμετρα της Monza του 1965, όμως αμφότερα εγκατέλειψαν χωρίς να διακριθούν. Η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική στην ανάβαση Castione Baratti-Neviano Arduini, όπου ο «Κόνδορας» εντυπωσίασε το κοινό κερδίζοντας το Abarth, που ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί της κατηγορίας. Όμως, παρά το γεγονός ότι από αγωνιστικής πλευράς ο δρόμος του φαινόταν να ανοίγει, το τέλος ήταν απρόσμενα κοντά. Οικονομικά προβλήματα ανέκοψαν την προσπάθεια, αφού οι δυνατότητες των Aguzzoli δε μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνες των εργοστασιακών συμμετοχών, ενώ η Alfa Romeo δεν έδειξε ενδιαφέρον για τον κοντινό συγγενή της (είναι χαρακτηριστικό ότι στις λίστες με τις συμμετοχές και τα αποτελέσματα της εποχής το αυτοκίνητο αναφέρεται συχνά ως δικό της). Μετά την εξέλιξη αυτή, το Condor κατέληξε για λίγο καιρό στα χέρια ιδιωτών αγωνιζομένων, ώσπου να χαθεί οριστικά από το προσκήνιο. Ακόμη και έτσι όμως πρόσθεσε στο palmares του δύο νίκες, τις τελευταίες του, στις αναβάσεις του Colle Sant’ Eusebio και του Caprino–Spiazzi.