Το «γεράκι» των ρεκόρ ταχύτητας, με τους κινητήρες της Moto Guzzi, σε ένα μακρινό ταξίδι πίσω στη δεκαετία του ’50.
Δεν μπορείς να αναφερθείς σε κανένα από τα δύο Nibbio, αν δεν αφιερώσεις ένα μεγάλο μέρος του κειμένου σου στον εμπνευστή τους, τον Giovanni «Johnny» Lurani. Πολυσχιδής προσωπικότητα και με μεγάλη προσφορά στην εξέλιξη της Αυτοκίνησης υπήρξε κατά σειρά μηχανικός, οδηγός αγώνων και δημοσιογράφος, ενώ τα βιβλία που έχει γράψει αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για κάθε ερευνητή. Γεννημένος το 1905 και ευγενικής (με τον παλιό τρόπο σκέψης) καταγωγής, σπούδασε μηχανολογία στο Πολυτεχνείο του Milano. Κατόπιν έτρεξε με επιτυχία στους αγώνες της εποχής του στο cockpit κυρίως των Salmson, Derby, Alfa Romeo και Maserati. Έλαβε μέρος ένδεκα φορές στο άλλοτε πολυθρύλητο Mille Miglia, κερδίζοντας μάλιστα και τρεις φορές την κλάση του (το 1933 με MG K3, το 1948 με Healey και το 1952 με Porsche).
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα εξαιτίας της συμμετοχής του στον δεύτερο Ιταλο-Αβυσσηνιακό πόλεμο την περίοδο 1935-1936, ίδρυσε μαζί με τον Luigi Villoresi και τον Franco Cortese την αγωνιστική ομάδα «Scuderia Ambrosiana» (1937). Ένα άσχημο ατύχημα στο τιμόνι μιας Maserati 4CM στο Crystal Palace τον υποχρέωσε να μην οδηγήσει ξανά μονοθέσια, συνέχισε όμως να μετέχει σε αγώνες sport αυτοκινήτων μέχρι το 1953. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ασχολήθηκε και με τα διοικητικά του μηχανοκίνητου αθλητισμού, δουλεύοντας για την FIA και συμβάλοντας αποφασιστικά στην καθιέρωση της κατηγορίας GT (1949) και της Formula Junior (1959). Επίσης διατέλεσε πρόεδρος της αγωνιστικής επιτροπής της Διεθνούς Ομοσπονδίας Μοτοσικλέτας (FIM, Federation Internationale de Motocyclisme) για αρκετά χρόνια. Το 1971 τιμήθηκε με το βαρύτιμο βραβείο «Premio Bancarella Sport» για το βιβλίο του Storia Della Machine Da Corsa (Η ιστορία των αγωνιστικών αυτοκινήτων). Η απονομή του συγκεκριμένου επάθλου ξεκίνησε το 1964 και συνεχίζεται ως τις ημέρες μας, ενώ μεταξύ των προσωπικοτήτων που το έχουν κερδίσει συμπεριλαμβάνονται ο πιλότος της Formula 1 Clay Regazzoni (1983), o ηγέτης της Εθνικής Γαλλίας και της Juventus Michel Platini (1989) και ο προπονητής ποδοσφαίρου Giovanni Trapattoni (2016). Ο Giovanni Lurani άφησε τον μάταιο κόσμο μας το 1995, σε ηλικία 90 ετών.
Nibbio 1 & 2
Ανάμεσα στις πολυάριθμες δραστηριότητές του, ο Lurani σχεδίασε το 1935 και ένα πειραματικό αυτοκίνητο, με πολλά αεροδυναμικά στοιχεία και στόχο την επίτευξη κάποιων σημαντικών ρεκόρ ταχύτητας στην κλάση Ι. Του έδωσε το όνομα Nibbio, από ένα είδος γερακιού που ζει στην Ιταλία, ενώ ως κινητήρα χρησιμοποίησε ένα μηχανικό σύνολο που προερχόταν από την Moto Guzzi. Το «γεράκι» του Giovanni ήταν το πρώτο τετράτροχο με κινητήρα 500 κυβικών εκατοστών που ξεπέρασε σε τελική ταχύτητα τα 160 χιλιόμετρα την ώρα. Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος (1939-1940) ο Lurani επέκτεινε αυτό το ρεκόρ, χάρις στην περαιτέρω βελτίωση του κινητήρα. Το 1955 το εγχείρημα επαναλήφθηκε με το Nibbio 2, το οποίο έφερε και πάλι μηχανικό σύνολο της Moto Guzzi, χωρητικότητας 350 κυβικών εκατοστών. H κατασκευή ήταν αυτή τη φορά πολύ πιο εξειδικευμένη.
Ως βάση της χρησιμοποιήθηκε ένα πλαίσιο της Volpini, ενώ για τη διαμόρφωση του αμαξώματος ο Lurani απευθύνθηκε στον Giovanni Savonuzzi, που τότε εργαζόταν στην Ghia. Μηχανικός, αεροδυναμιστής και λάτρης των μαθηματικών ο τελευταίος, περιγράφεται από την κόρη του ως ένας «πολύπλοκος άνθρωπος, για τον οποίο τα μαθηματικά ήταν τέχνη, ενώ μπορούσε να ξεχωρίσει την ομορφιά σε όλες τις μορφές της». Την ίδια εποχή ο Savonuzzi παρουσίαζε στην έκθεση του Τορίνο το Chrysler Gilda, στοιχεία του οποίου υπάρχουν άφθονα και στο δεύτερο Nibbio. To αυτοκίνητο των ρεκόρ μελετήθηκε καλά, με τη βοήθεια και της αεροδυναμικής σήραγγας του Πολυτεχνείου του Τορίνο. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η επίτευξη ενός νέου ρεκόρ ταχύτητας στη δοκιμασία τρίωρης διάρκειας, τον Ιούνιο του 1956 στο αυτοκινητοδρόμιο της Monza, όπου το αυτοκίνητο έφτασε τη μέση ωριαία ταχύτητα των 130 χιλιομέτρων την ώρα.
Απόηχος
Η μοίρα όλων αυτών των αεροδυναμικών οχημάτων, μετά την επίτευξη των στόχων τους, είναι ο άδοξος παροπλισμός τους με την μόνιμη στάθμευση σε κάποιο σημείο που να μην ενοχλούν. Ύστερα από αρκετά χρόνια, όταν πια δεν τα θυμάται κανείς, μπορεί να επέλθει και η ολοκληρωτική διάλυσή τους. Ευτυχώς όμως, για τα δύο «γεράκια» δεν ακολουθήθηκε η πεπατημένη. Το πρώτο, του 1935, παρουσιάζεται ακόμη σε νοσταλγικές εκδηλώσεις αυτοκινήτου, αποσπώντας τον θαυμασμό.
Το δεύτερο Nibbio εκτίθεται μόνιμα στο «Museo Carlo Biscaretti» του Τορίνο κι όσοι το βλέπουν δύσκολα πιστεύουν ότι κατασκευάστηκε πριν από εξήντα χρόνια.