Η προσωπική διαδρομή του Peter Monteverdi μέσω ενός από τα πιο αγαπημένα του παιδιά, του επτάλιτρου supercar Hai 450 SS, που σχεδίασε για λογαριασμό του η Carrozzeria Fissore.
Ο Peter Monteverdi γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1934 στο Binningen της Ελβετίας, την ίδια πόλη που μετέπειτα ξεδίπλωσε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, καθιστώντας την και έδρα της εταιρείας κατασκευής αυτοκινήτων που έφερε το όνομά του.
Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του, στον γοητευτικό κόσμο των τεσσάρων τροχών, ως πωλητής αυτοκινήτων. Λάτρης της ταχύτητας και των sport μοντέλων υψηλού κύρους, σύντομα ξεχώρισε στον τομέα αυτό, με αποτέλεσμα το 1957 να αποκτήσει το δικαίωμα να πωλεί μοντέλα της Ferrari στην Ελβετία. Παράλληλα, ανέλαβε την εισαγωγή και την πώληση στη χώρα του των αυτοκινήτων της Rolls-Royce και της Bentley. Πέντε χρόνια νωρίτερα εκδηλώνοντας τις ιδιαίτερες ανησυχίες του είχε κατασκευάσει το πρώτο δικό του μοντέλο, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια παραλλαγή της Lotus Seven, με διαφορετικό ρύγχος. Περιττό είναι δε να προσθέσουμε πως λάμβανε μέρος και σε αγώνες ταχύτητας κάθε είδους, τόσο στη χώρα του, όσο και στο εξωτερικό. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60 οραματίστηκε τη συμμετοχή μιας ελβετικής ομάδας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Formula 1 και δεν δίστασε, παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος, να το αποτολμήσει.
Η Monteverdi Basel Motoren (ΜΒΜ) άρχισε την αγωνιστική της δραστηριότητα το 1960, με ένα μονοθέσιο για τη Formula Junior, που χρησιμοποιούσε κινητήρα της DKW τροποποιημένο κατάλληλα από τον μηχανικό Dieter Mantzel. Την επόμενη χρονιά κατασκευάστηκαν δύο αυτοκίνητα, συμβατά με τους κανονισμούς της Formula 1 εκείνης της εποχής, για τα οποία προτιμήθηκε ο τετρακύλινδρος επίπεδος κινητήρας των 1.5 λίτρων της Porsche. Με το ένα από αυτά ο Monteverdi αγωνίστηκε σε αρκετές από τις δημοφιλείς αναβάσεις των καιρών εκείνων. Η ώρα για τη Formula 1 έφτασε στο εξωπρωταθληματικό Grand Prix του Solitude, όπου ο Peter εγκατέλειψε από βλάβη στον κινητήρα, στον δεύτερο μόλις γύρο. Η συνέχεια της περιπέτειας ήταν ακόμη χειρότερη για τον Ελβετό, αφού το μονοθέσιό του καταστράφηκε σε ένα άσχημο ατύχημα στο Hockenheim, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να πάρει μέρος στο Γερμανικό Grand Prix. Το περιστατικό αυτό έφερε το οριστικό τέλος στην προσπάθεια της MBM, η οποία έχει στο ενεργητικό της και μια πολύ ολιγάριθμη σειρά μοντέλων (Special, Tourismo, Sport), που κατασκευάστηκαν πριν η Μοnteverdi αρχίσει να παρουσιάζει τα δικά της αυτοκίνητα (1967).
Στην έκθεση αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης έκανε την πρεμιέρα του το πρώτο μοντέλο της Monteverdi, ένα διθέσιο υψηλών επιδόσεων που άκουγε στην ονομασία 375S Coupe. To πλαίσιό του ήταν κατασκευασμένο από χάλυβα που παρείχε η Stahlbau Muttenz GmbH, ενώ το αλουμινένιο αμάξωμά του είχε σχεδιάσει ο Pietro Frua. Oι ομοιότητές του με προγενέστερες δημιουργίες του ιδίου, όπως η Maserati Mistral και το AC Coupe, ήταν αρκετές. Το κομψό αυτοκίνητο -που κέρδισε πολλές θετικές κριτικές και για το υψηλής αισθητικής εσωτερικό του- κινούσε ένας V8 της Chrysler, χωρητικότητας 7.2 λίτρων και απόδοσης 375 ίππων. Ωστόσο, μόλις 11 μονάδες αυτού του τύπου πρόλαβαν να κατασκευαστούν την περίοδο 1968-1969, αφού η συνεργασία Monteverdi-Frua έληξε απότομα και με άκομψο τρόπο, ύστερα από σοβαρή διαφωνία των δύο πλευρών. Λίγο πριν από την εξέλιξη αυτή, ο Frua είχε χτίσει δύο coupe 2+2, αυξάνοντας κατά τι το μεταξόνιο του 375S. Αμφότερα έμειναν για αρκετό καιρό στις εγκαταστάσεις του σχεδιαστή, το ένα από αυτά ως 375/L, ενώ το άλλο τροποποιήθηκε ελαφρά το 1971 και ύστερα πουλήθηκε ως one-off παραλλαγή του AC 428.
Το δεύτερο μοντέλο της Monteverdi, με τον επτάλιτρο κινητήρα της Chrysler τοποθετημένο στο κέντρο του αμαξώματος, στόχευε να ανταγωνιστεί ευθέως τις supersport δημιουργίες της Lamborghini, της Ferrari και της Maserati. Σχεδιάστηκε από τον Trevor Fiore της Carrozzeria Fissore, αν και αρκετοί το πιστώνουν στον Pietro Frua. Η ονομασία του προέρχεται από τη γερμανική λέξη Hai, που σημαίνει «καρχαρίας». O Peter Monteverdi είχε αρχικά προγραμματίσει να το κατασκευάσει σε 49 μονάδες, όμως τα 27.000 δολάρια που απαιτούνταν για την απόκτησή του ήταν πάρα πολλά εκείνη την εποχή, ακόμα και για ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Έτσι, η παραγωγή του περιορίστηκε σε δύο μόλις μονάδες, με τη δεύτερη να διαθέτει μακρύτερο μεταξόνιο και διαφορές σε μικρολεπτομέρειες (Hai 450 GTS). Στη δεκαετία του ’90 κατασκευάστηκαν δύο αντίγραφα του μοντέλου, από ανταλλακτικά που είχαν απομείνει, τα οποία σήμερα φιλοξενούνται στο μουσείο της Monteverdi στο Binningen.
Ο Μοnteverdi ασχολήθηκε ξανά με τη Formula 1 το 1989, αγοράζοντας την ομάδα της Onyx από τον ταλαιπωρημένο οικονομικά ιδιοκτήτη της. Μόνη αγωνιστική επιτυχία της χρονιάς εκείνης ήταν η τρίτη θέση του Stefan Johansson στο Grand Prix της Πορτογαλίας. Ωστόσο, η συμμετοχή αποδείχθηκε μη βιώσιμη και έληξε άδοξα κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου. «Κληρονομιά» εκείνης της σύντομης εμπλοκής ήταν το Hai 650 F1 Sport, ένα supersport μοντέλο που παρήχθη σε έξι μόλις μονάδες, οι οποίες πουλήθηκαν μέχρι το 1994. Η συνέχεια ήταν άδικη για τον Peter Monteverdi, που χτυπήθηκε από τον καρκίνο και πέθανε στις 4 Ιουλίου 1998, σε ηλικία 64 χρόνων.
MONTEVERDI HAI 450 SS Σχεδιαστής: Trevor Fiore Kινητήρας: Chrysler 426 Hemi V8 Κυβισμός: 6.974 κ.εκ. Διάμετρος x διαδρομή: 107.9 mm x 95.25 mm Σχέση συμπίεσης: 10.25:1 Καρμπιρατέρ: Carter Ισχύς: 450 ίπποι στις 5.000 σ.α.λ. Ροπή: 67,7 χλγμ. στις 4.000 σ.α.λ. Μετάδοση κίνησης: Στους πίσω τροχούς Κιβώτιο ταχυτήτων: Χειροκίνητο ZF 5 σχέσεων Ανώτατη ταχύτητα: 289 χλμ./ώρα 0-100 χλμ./ώρα: 4,8 δλ. Mέση κατανάλωση: 17,2 λτ./100 χλμ. Μήκος: 4.343 χλστ. Πλάτος: 1.788 χλστ. Ύψος: 1.021 χλστ. Μεταξόνιο: 2.548 χλστ. Μετατρόχιο εμπρός: 1.499 χλστ. Μετατρόχιο πίσω: 1.458 χλστ. Βάρος: 1.247 κιλά Περίοδος παραγωγής: 1970 Μονάδες παραγωγής: 2