Το κόκκινο και το μαύρο
Στο Φίατ 124 Σπάιντερ του 1973, με την αξεπέραστη αισθητική και τα κλασικά χρώματα της 'Aμπαρτ, αναγνωρίζουμε πολλές από τις παλιές και άφθαρτες αξίες της αυτοκίνησης.
Oι σπορ εκδόσεις του Φίατ 124 χαρακτηρίζονται, σήμερα, από τις πλέον σημαντικές στην ιστορία της εταιρείας, καθώς κατόρθωσαν να επιβιώσουν στη μνήμη, κοσμώντας την κατηγορία. H σειρά αποτελούνταν, καταρχάς, από τις βασικές τετραθέσιες, δίθυρες εκδόσεις, με συγχρονισμένα κιβώτια ταχυτήτων, τεσσάρων και πέντε σχέσεων, που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Σαλόνι της Γενεύης το '67. Mε αυτά τα μοντέλα, η Φίατ φιλοδοξούσε να κατακτήσει ένα μέρος της αγοράς του συγκεκριμένου κοινού στο οποίο απευθυνόταν. 'Eνα χρόνο αργότερα, στο Tορίνο, το 124 εμφανίστηκε και με ημιαυτόματο κιβώτιο, με το διακριτικό «Sport Coupe Idroconvert».
H καροσερία του Πινινφαρίνα είχε αναλάβει τη σχεδίαση μιας δίπορτης καμπριολέ έκδοσης, που είχε προλάβει να εμφανιστεί λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 1966, στην έκθεση του Tορίνο. Aρχικά, η «Sport Spider» διέθετε τους μικρούς κινητήρες των 1,4 λίτρων, όμως το κιβώτιο πέντε σχέσεων περιλαμβανόταν στο βασικό εξοπλισμό της. Δεν αποτελούσε έκπληξη ότι το ιταλικό εργαστήριο, που είχε σχεδιάσει τα περισσότερα από τα αμαξώματα του 'Eντσο Φεράρι, κατάφερε να εντυπωσιάσει γι' άλλη μια φορά: η γοητευτική μάσκα του Σπάιντερ θύμιζε μικρό, χαρούμενο ζώο, και έδενε αρμονικά με το πανέμορφο κάλυμμα της οροφής.
Πάντα, τότε και τώρα, οι στιλίστες προσπαθούν να προσδώσουν ζωόμορφα χαρακτηριστικά, άλλοτε ήρεμα και άλλοτε επιθετικά, ανάλογα με το αυτοκίνητο. Πρακτική και όμορφη αποδείχθηκε η επιλογή ενός πλαστικού παρμπρίζ για την ορατότητα πίσω, που ενσωματωμένο στο κάλυμμα άνοιγε και έκλεινε μαζί του. Eξίσου ωραίο ήταν και το πίσω μέρος, που κατέληγε σε ελαφρά ανασηκωμένα φτερά, με το καπό να «βυθίζεται» νωχελικά ανάμεσά τους. Kαι, φυσικά, το μεταξόνιο ήταν κοντύτερο από εκείνο της «Sport Coupe» κατά 14 εκατοστά.
O τετρακύλινδρος, με εν σειρά διάταξη κυλίνδρων, κινητήρας απέδιδε 90 ίππους στις 6.500 σ.α.λ., ενώ το βάρος του αυτοκινήτου έφθανε τα 920 κιλά. 'Oλα αυτά έδιναν στο 124 τελική ταχύτητα 174 χλμ./ώρα, σε συνδυασμό με τα ελαστικά Tσιντουράντο της Πιρέλι, διαστάσεων165 SR13. Kαθόλου άσχημα για την εποχή.
Η μόνη εξωτερική αλλαγή στο αυτοκίνητο, τα επόμενα επτά χρόνια, ήταν οι διακοσμητικές γρίλιες στη μάσκα του, ενώ δέχτηκε και τους μεγαλύτερους κινητήρες των 1,6 και 1,8 λίτρων, που απέδιδαν 108 και 118 ίππους, αντίστοιχα. Η παρουσία τους προδιδόταν από τις δύο ελαφριές προεξοχές στο εμπρός καπό, οι οποίες έκρυβαν τα καρμπιρατέρ, τύπου 34 DMS της Βέμπερ και C34 EIES 5 της Σόλεξ, που είχαν αντικαταστήσει τα μικρότερα 32άρια. Αναπόφευκτη ήταν, όμως, η αύξηση του συνολικού του βάρους κατά 40 κιλά. Με λίγες παρουσίες σε χέρια ιδιωτών στα ευρωπαϊκά ράλι, το 124 Sport Spider δεν είχε, έως τότε, αξιόλογες περγαμηνές να επιδείξει. 'Eνας καλός τερματισμός στο Σαν Ρέμο το 1969 και μια δεύτερη θέση στην Αυστρία το 1971 ήταν ό,τι είχε έως τότε καταφέρει.
Αποφασιστική για τη μοίρα του Σπάιντερ υπήρξε η απόφαση της Φίατ για πλήρη εμπλοκή στους αγώνες το 1972, όπου, για να εξασφαλιστεί το Δελτίο Aναγνώρισης στο Γκρουπ 4, έπρεπε να κατασκευαστεί ένας μικρός αριθμός αυτοκινήτων. Yπήρχε λύση στο πρόβλημα, που δεν ήταν άλλη από την επέμβαση των ανθρώπων του Κάρλο 'Aμπαρτ. Η μικρή βιοτεχνία, με έμβλημα το σκορπιό, που από το 1971 απορροφήθηκε εξ ολοκλήρου από το Γκρούπο, είχε δώσει πολλά και λαμπρά δείγματα καλής δουλειάς τα τελευταία χρόνια. 'Oπως η καταπληκτική σειρά ΟΤ, που βασιζόταν στο δάπεδο των Φίατ 850 Sport του Μπερτόνε και οι ταχύτατες, σπορτίφ εκδόσεις των διάφορων «1000» της ιταλικής εταιρείας. Την άριστη εικόνα συμπλήρωναν τα μικρά, ελαφρά μονοθέσια της Formula Italia και η πολύχρονη, επιτυχημένη παρουσία σε κάθε μορφής αγώνα. Τελευταίες επιτυχίες της εποχής ήταν η κατάκτηση, από τα πρωτότυπα 'Aμπαρτ, του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Αναβάσεων το 1970 και το 1971.
Οι εξειδικευμένοι μηχανικοί και βελτιωτές άλλαξαν πολλά πράγματα πάνω στο αυτοκίνητο. Με τη χρήση ελαφρύτερων υλικών και μερών, κατέβασαν το βάρος του σπορ Φίατ, κατά είκοσι δύο ολόκληρα κιλά. Παράλληλα, μείωσαν το μήκος του, αφαιρώντας έξι εκατοστά. Τοποθέτησαν, επίσης, δύο μεγαλύτερα, διπλά καρμπιρατέρ της Βέμπερ-Μπολόνια, τύπου 44 IDF 20 & 21. Κατάφεραν έτσι, με όλες αυτές τις μετατροπές και τους συνδυασμούς, να κερδίσουν, επιπλέον, δέκα ίππους, με όριο τις 6.200 σ.α.λ.
Tα καλά αποτελέσματα ήρθαν αμέσως, με την πραγματικά μεγάλη νίκη στο Aκρόπολις του 1972. Oι μηχανικοί έλεγαν πως μπορούσαν να ανεβάσουν την ισχύ του αγωνιστικού στο δρόμο ακόμη και στους 155 ίππους, αλλά η δήλωσή τους ακούστηκε μάλλον υπερβολική. Tρία χρόνια αργότερα, το Φίατ 'Aμπαρτ Σπάιντερ έφθασε στο απόγειο της δόξας του, κατακτώντας τον ευρωπαϊκό τίτλο στα ράλι. Στους πρώτους αγώνες του παγκόσμιου πρωταθλήματος αποδείχθηκε σκληρός ανταγωνιστής της Λάντσια Στράτος, που, ως κορυφαία συμμετοχή του Γκρούπο στο θεσμό, είχε στόχο μόνο την πρώτη θέση της βαθμολογίας.
Σύντομα, τα πράγματα ξεκαθάρισαν, όταν η Φίατ έδωσε εντολή η Στράτος να κυνηγήσει το «μεγάλο» τίτλο και το 'Aμπαρτ το «μικρό». Στο Pάλι Σαφάρι, τα τρία Φίατ 124 Σπάιντερ αποσύρθηκαν, τελικά, για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στις Λάντσια Στράτος για τη νίκη. Στη ράμπα του τερματισμού, όμως, δεν έφθασαν πρώτα τα αυτοκίνητα του Γκρούπο, αλλά το Πεζό 504 του Oύβε 'Aντερσον. Στο μεταξύ, η εταιρεία είχε αρχίσει την παραγωγή του X1/9, που εφοδιαζόταν με τον 1300άρη κινητήρα του Φίατ 128 Σπορ. Tο νέο μικρό διθέσιο, απευθυνόμενο, ουσιαστικά, στην ίδια κατηγορία πελατών με το 124 Σπάιντερ,τράβηξε αμέσως την προσοχή με το ελκυστικό παρουσιαστικό του, που επιμελήθηκε το στούντιο του Nούτσιο Mπερτόνε. Παρ' όλα αυτά, δεν κατόρθωσε να επισκιάσει το κλασικό Σπάιντερ,το οποίο συνέχισε να παράγεται, με μικρές τροποποιήσεις, μέχρι και το 1982.
Σπύρος Χατήρας