Το ξεκίνημα μιας μυθικής σειράς μοντέλων της Chevrolet USA, που εξέφρασε επί τροχών με το δικό της μοναδικό τρόπο το αμερικανικό όνειρο μιας άλλης εποχής.
Η Bel Air Deluxe Styline του 1950 ήταν ένα μοντέλο από το οποίο η General Motors περίμενε πολλά, αφού εγκαινίαζε ένα νέο σχεδιαστικό στιλ για τη Chevrolet, ανάλογο με το πνεύμα της εποχής στις ΗΠΑ. Μια αντίστοιχη κίνηση, τρεις δεκαετίες πριν, δεν είχε επιτυχία από εμπορικής πλευράς. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως ήδη από το 1920 το αυτοκίνητο είχε για τα καλά κατοχυρωθεί στην Αμερική ως μεταφορικό μέσο ευρύτατης αποδοχής, αγγίζοντας σε πωλήσεις μεγέθη που η Eυρώπη κατάφερε να πλησιάσει εβδομήντα χρόνια αργότερα. Για να αντιληφθεί κάποιος τη διαφορά με τη Γηραιά Ήπειρο, αρκεί να αναφερθεί στους αριθμούς: Tο 1923 η ετήσια παραγωγή έφθασε τα 3,6 εκατ. μονάδες και το 1925 στους αμερικανικούς δρόμους κυκλοφορούσαν 25 εκατ. αυτοκίνητα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όλοι οι αριθμοί της αγοράς ευημερούσαν αυξημένοι περαιτέρω, ενώ οι τα αεριοπροωθούμενα αεροσκάφη και οι προετοιμασίες για τις πρώτες βόλτες στο Διάστημα επέβαλαν τους δικούς τους κανόνες στο βιομηχανικό σχεδιασμό.
Αmerican stars…
Τα επιβλητικά μοντέλα των δεκαετιών του ’50 και του ’60, είχαν μεγάλα και εντυπωσιακά ονόματα. Αυτές οι τεράστιες, επιχρωμιωμένες κατασκευές θεωρούνται ένα από τα σύμβολα του Nέου Kόσμου, όπως το fast food ή το αμερικανικό ποδόσφαιρο, οι cowboys, η Coca Cola, οι ταινίες western, οι ουρανοξύστες και τα pin-up girls. Ο επικεφαλής σχεδίασης της Cadillac Harley Earl είχε επινοήσει ένα σημαντικό σχεδιαστικό στοιχείο το 1948, το πίσω πτερύγιο. Αυτό μετέπειτα έγινε τόσο δημοφιλές, ώστε μερικοί έμποροι στάθμευαν τα μοντέλα των εκθέσεών τους όλη νύχτα με τα πτερύγια στραμμένα προς τη βιτρίνα του καταστήματος και άναβαν τα πίσω φώτα, προσφέροντας ένα εντυπωσιακό θέαμα. Φώτα σε σχήμα κεριών έδιναν ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο οδοντωτό σχήμα των πτερυγίων. Πολλές φορές όλα τα λεφτά ήταν οι εμπρός και πίσω προφυλακτήρες, η θέση της ρεζέρβας, τα χρώματα του εσωτερικού και οι γρίλιες της μάσκας. Μέσα στη γενικότερη πανδαισία εκείνων των ανέφελων οικονομικά ημερών για τις ΗΠΑ, τα αυτοκίνητα δεν έβγαλαν μόνο φτερά, αλλά καλύφθηκαν και με πολύ περισσότερο χρώμιο.
1950–1954: Πρώτη γενιά
Oι πρώτες Bel Air κυκλοφόρησαν με δίθυρο hardtop coupe αμάξωμα. Ένα χρόνο πριν το μοντέλο δώσει τη θέση του στη δεύτερη γενιά εμπλουτίστηκε με δίθυρες coupe και convertible εκδόσεις, καθώς με τετράθυρη sedan. Oι επιλογές των αγοραστών της ενισχύθηκαν περαιτέρω το 1954, με τον επανασχεδιασμό του εμπρός μέρους, όπως και με την παρουσίαση και μιας τετράθυρης station wagon έκδοσης. Χρέη κινητήρων εκτέλεσαν ο εξακύλινδρος σε σειρά Thriftmaster των 3.5 λίτρων (215 κυβικές ίντσες), ισχύος 92 ίππων, όπως και ο αντίστοιχης διάταξης Blue Flame των 3.9 λίτρων (235 κυβικές ίντσες), απόδοσης 106 ίππων (που ανερχόταν στους 115 στην έκδοση PowerGlide). Η εμπρός ανάρτηση ήταν ανεξάρτητη, ενώ για τη μετάδοση της κίνησης στους πίσω τροχούς φρόντιζε ένα αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων hydramatic των τριών σχέσεων, αλλά και ένα μηχανικό των επίσης τριών για όσους -αριθμητικά λιγότερους- αρέσκονταν στη χειροκίνητη διαδικασία. Την πρώτη χρονιά της εμπορικής της σταδιοδρομίας η Bel Air πούλησε 76.660 αυτοκίνητα, με την τιμή της βασικής της έκδοσης να βρίσκεται στα 1.740 δολάρια.
1955–1957: Δεύτερη γενιά
Κατασκευαζόταν στο Arlington της πολιτείας του Texas, όπως και στο Ontario του Καναδά, ενώ διέθετε γραμμή παραγωγής και στο Caracas της Βενεζουέλας. Συγγενή μοντέλα της στο οπλοστάσιο της General Motors παρέμεναν οι Chevrolet 150 και 210. Η στρατηγική ανάπτυξης των αμαξωμάτων της δε διέφερε από εκείνη της προκατόχου της, πέρα από την προσθήκη μιας τετράθυρης hardtop έκδοσης το 1956, μαζί με το face-lift, αλλά και μιας δίθυρης station wagon. Στους κινητήρες υπήρχαν επιπλέον των εξακύλινδρων Thriftmaster και Blue Flame επιλογές για τη δεύτερη γενιά, με τη χρήση του νέου V8 των 4.3 λίτρων (265 κυβικές ίντσες) ισχύος 162 ίππων που γίνονταν 180 στην έκδοση Power Pack, αλλά και του Super Turbo Fire V8 των 4.6 λίτρων (283 κυβικές ίντσες, 283 ίπποι) το 1957. Από πλευράς αυτόματων κιβωτίων ταχυτήτων, στη διάθεση του μοντέλου ήταν το Powerglide των δύο σχέσεων και των Turboglide των τριών.
Η Convertible έκδοση του 1957 θεωρείται από πολλούς πως η είναι η ομορφότερη Bel Air στην ιστορία της σειράς και μάλλον δεν έχουν άδικο. Στον προαιρετικό εξοπλισμό του μοντέλου περιλαμβανόταν κι ένα είδος αισθητήρων βροχής. Το κόστος απόκτησης της βασικής έκδοσης με το δίθυρο sedan αμάξωμα οριζόταν στα 2.025 δολάρια, ενώ χρειάζονταν ακόμη 580 για την αγορά της station-wagon εκδοχής (Βel Air Nomad). Την περίοδο 1955-1957 ορισμένα από τα μοντέλα της δεύτερης γενιάς κατασκευάζονταν επίσης στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία και στη Νότιο Αφρική.
1958: Tρίτη γενιά
Το 1958 η Chevrolet επανασχεδίασε τις Bel Air, μεγαλώνοντας περαιτέρω το μήκος και μειώνοντας το ύψος τους, καταλήγοντας σε μια γενιά βαρύτερη από την προηγούμενή της, πλην όμως ταχύτερη και καλύτερη σε επιδόσεις. Μαζί της ως πολυτελές παράγωγο εμφανίστηκε και η Impala, που προσφερόταν μόνο σε hardtop coupe και convertible εκδόσεις, ενώ διέθετε και αρκετά διακοσμητικά στοιχεία. Χωρίς station wagon εκδόσεις και με συγγενή μοντέλα τα Chevrolet Biscayne (πρώην 210) και Delray (πρώην 150), η τρίτη γενιά απέκτησε ακόμη ισχυρότερο κινητήρα με την προσθήκη του V8 των 5.7 λίτρων (348 κυβικές ίντσες) και απόδοση που κυμαινόταν από 250 έως 315 ίππους. Χρέη βασικών κιβωτίων ταχυτήτων εξακολουθούσαν να εκτελούν το αυτόματο PowerGlide των δύο σχέσεων και το χειροκίνητο των τριών.
Τέταρτη γενιά: 1959–1960
Με την κύρια γραμμή παραγωγής στο Arlington της πολιτείας του Texas και μια δεύτερη στο Ontario του Καναδά, η τέταρτη γενιά της Bel Air παρουσιάστηκε το 1959 σε δίθυρες coupe και σε τετράθυρες sedan & hardtop εκδόσεις, με τη δίθυρη hardtop να ακολουθεί τον επόμενο χρόνο. Συγγενικά της μοντέλα οι Chevrolet Biscayne και η Impala, με τη δεύτερη να αποκτά από το 1960 τρία εμπρός φωτιστικά σώματα σε κάθε πλευρά, εξωτερικό γνώρισμα που το διατήρησε ως ανεξάρτητο πλέον μοντέλο μέχρι το 1975. Στα διαθέσιμα κιβώτια ταχυτήτων, προστέθηκε και ένα χειροκίνητο των τεσσάρων σχέσεων. Aπό πλευράς κινητήρων, ο V8 των 5.7 λίτρων απέδιδε πλέον 335 ίππους στις 5.800 στροφές ανά λεπτό.
H συνέχεια…
Με την εμφάνιση της πέμπτης γενιάς (1961-1964) άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για το μοντέλο, του οποίου τα εξωτερικά χαρακτηριστικά διαφοροποιήθηκαν από το σχεδιαστικό παρελθόν του, υιοθετώντας μακριές και καθαρές τετράγωνες γραμμές. Ακολούθησε η έκτη γενιά, που διατηρήθηκε στη γκάμα της Chevrolet έως το 1970, πριν δώσει τη θέση της στην έβδομη γενιά (1971-1976). Η όγδοη γενιά, που παρήχθη μέχρι το 1981, είναι η τελευταία μέχρι σήμερα. Tο 2002 η εταιρεία παρουσίασε στο North American International Auto Show του Detroit το δίθυρο Bel Air Concept, με μεταξόνιο 2.819 χλστ. και πεντακύλινδρο κινητήρα των 3.5 λίτρων, ισχύος 315 ίππων, ο οποίος συνδυαζόταν με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων Hydra-Matic 4L60-E των τεσσάρων σχέσεων. Όμως, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η General Motors δεν επέτρεψαν την εξέλιξη του πολύ όμορφου convertible σε μοντέλο παραγωγής.
CHEVROLET BEL AIR (1956) Kινητήρας: 6κύλινδρος σε σειρά Κυβισμός: 3.856 κ.εκ. Διάμετρος x διαδρομή: 90.4 mm x 100 mm Σχέση συμπίεσης: 8:1 Καρμπιρατέρ: 1 Rochester Ισχύς: 140 ίπποι στις 4.200 σ.α.λ. Ροπή: 29,1 χλγμ. στις 2.400 σ.α.λ. Μετάδοση κίνησης: στους πίσω τροχούς Κιβώτιο ταχυτήτων: χειροκίνητο 3 σχέσεων Μήκος: 5.017 χλστ. Πλάτος: 1.854 χλστ. Ύψος: 1.575 χλστ. Μεταξόνιο: 2.921 χλστ. Μετατρόχιο εμπρός: 1.473 χλστ. Μετατρόχιο πίσω: 1.492 χλστ. Βάρος: 1.526 κιλά
CHEVROLET BEL AIR CONVERTIBLE (1957) Kινητήρας: V8 90o Κυβισμός: 4.626 κ.εκ. Διάμετρος x διαδρομή: 98.3 mm x 76.2 mm Σχέση συμπίεσης: 9.5:1 Καρμπιρατέρ: 1 Rochester Ισχύς: 220 ίπποι στις 4.800 σ.α.λ. Ροπή: 41,5 χλγμ. 3.000 στις σ.α.λ. Μετάδοση κίνησης: στους πίσω τροχούς Κιβώτιο ταχυτήτων: χειροκίνητο 3 σχέσεων Μήκος: 5.080 χλστ. Πλάτος: 1.876 χλστ. Ύψος: 1.521 χλστ. Μεταξόνιο: 2.921 χλστ. Μετατρόχιο εμπρός: 1.473 χλστ. Μετατρόχιο πίσω: 1.494 χλστ.