Με εξαιρετική αναλογία κιλών ανά ίππο και τέλεια ισορροπία, η 6C 1750 εγκαινίασε μια μηχανολογική παράδοση που παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα στα μοντέλα της ιταλικής εταιρείας.
Λίγο μετά τις 5 το πρωί της Κυριακής 13 Απριλίου 1930, οι σκιές γύρω από τη λίμνη Γκάρντα αναταράσσονται από το ρόγχο μιας Alfa Romeo 6C 1750 Gran Sport spider Zagato που τρέχει με 150χλμ./ώρα με… σβηστά τα φώτα της! Στο τιμόνι βρίσκεται ο Tazio Nuvolari, από τη Μαντούα, που εδώ και χρόνια του έχουν δώσει το παρατσούκλι Nivola. Δίπλα του κάθεται ο Gian Battista Guidotti, επικεφαλής οδηγός δοκιμών της Alfa Romeo στο εργοστάσιο του Portello. Αυτή είναι μια μυθική στιγμή του αγώνα Mille Miglia. Επικεφαλής στον αγώνα και διαφαινόμενος νικητής είναι ο Achille Varzi. Όμως λίγα χιλιόμετρα πριν τη λίμνη στη Βερόνα, οι Nuvolari και Guidotti είχαν μια απίστευτη ιδέα. Να σβήσουν τα φώτα του αυτοκινήτου τους.
Ήταν η μοναδική τους ελπίδα να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο τους και να κερδίσουν. Η αυγή πλησίαζε. Μετά τη λίμνη η γαλήνια διαδρομή οδηγούσε στον τερματισμό στην Μπρέσια. Εκεί ο Varzi και ο συνοδηγός του Canavesi άκουσαν την ηχώ ενός άλλου κινητήρα. Ήταν όμως αργά για εκείνους. Πριν καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε, τους είχε προσπεράσει ένα ίδιο με το δικό τους αυτοκίνητο.
Ο Nuvolari κέρδισε με μέση ταχύτητα 100,45χλμ./ώρα. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία αυτού του θρυλικού αγώνα που έσπαγε το φράγμα των 100χλμ./ώρα μέσης ωριαίας ταχύτητας. Το ρεκόρ έγινε πρωτοσέλιδο σε όλη την Ευρώπη. Δέκα λεπτά αργότερα, ο έκπληκτος Varzi τερμάτιζε στη 2η θέση. Τρίτος ήταν ο Giuseppe Campari και τέταρτος ο Pietro Ghersi. Τέσσερις διαφορετικοί οδηγοί που είχαν ένα κοινό στοιχείο. Όλοι συμμετείχαν με το ίδιο μοντέλο, την 6C 1750. Και δεν ήταν οι μόνοι. Στην επόμενη μιάμιση ώρα και άλλες 6C τερμάτισαν. Συνολικά 8 από τα 11 πρώτα αυτοκίνητα που είδαν τη γραμμή του τερματισμού. Ήταν αυτό που θα λέγαμε η απόλυτη κυριαρχία, η οποία θα επαναλαμβανόταν την ίδια χρονιά με τις τρεις πρώτες θέσεις στον 24ωρο αγώνα του Spa στο Βέλγιο και στο Belfast Tourist Trophy. Η 6C 1750 ήταν ξεκάθαρα το ταχύτερο αυτοκίνητο της εποχής της.
Ο Vittorio Jano είχε αναλάβει την ευθύνη της προϊοντικής γκάμας της Alfa Romeo το 1926 και η 6C ήταν η πρώτη δημιουργία του. Αποστολή του ήταν να δημιουργήσει ένα «εξαιρετικών επιδόσεων ελαφρύ αυτοκίνητο», το οποίο θα κέρδιζε αγώνες και παράλληλα θα κατακτούσε την αγορά. Η 6C συνδύαζε την αρχιτεκτονική απλότητα με την προηγμένη μηχανολογία. Αυτό ήταν ένας κλασσικός συνδυασμός για τον Jano. Επίσης προσέφερε ένα ακόμα στοιχείο που θα εξελισσόταν στην ειδικότητα της Alfa Romeo. Την εξαιρετικά υψηλή ειδική απόδοση του κινητήρα. Ο Jano είχε τη μοναδική ικανότητα να σχεδιάζει κινητήρες υψηλής απόδοσης και χαμηλού κυβισμού κάτι αντίστοιχο με αυτό που αποκαλούμε σήμερα downsizing. Η επιλογή του ήταν κινητήρες περίπου 1 λίτρου για τα χρηστικά μοντέλα και κινητήρες 2 ή 3 λίτρων για τα αυτοκίνητα πολυτελείας. Από εκείνη την εποχή η Alfa Romeo ξεχώριζε για την κορυφαία αναλογία βάρους/ισχύος, και έτσι πολύ απλά τα μοντέλα ήταν τα ταχύτερα. Αυτή η μηχανολογική ιδιοφυία του Jano οδήγησε σε αυτοκίνητα που έγιναν θρύλοι.
Νωρίτερα ο Merosi είχε εξελίξει έναν προηγμένο κινητήρα για την Grand Prix 1914, ο οποίος θα επηρέαζε τα μελλοντικά μηχανικά σύνολα της Alfa Romeo. Διπλοί επικεφαλής εκκεντροφόροι, τέσσερις βαλβίδες ανά κύλινδρο και διπλή ανάφλεξη. Η 6C 1900 GT (και στη συνέχεια οι 6C 2300 και 6C 2500) έφερε και νέες πρωτοποριακές ιδέες, όπως η ανεξάρτητη εμπρόσθια ανάρτηση και πλαίσιο με κολλήσεις, αντί μεταλλικά καρφιά ώστε να αυξηθεί η ακαμψία. Η συμπεριφορά και η οδηγική αίσθηση αποτέλεσαν από τότε αναπόσπαστο κομμάτι του DNA των μοντέλων της Alfa Romeo.
Η 6C 1750 παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 1929 στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Ρώμης, εκφράζοντας την ωριμότητα της συνταγής 6C. Ο κινητήρας αποτελούσε μια εξέλιξη του 6κυλινδρου σε σειρά συνόλου της 1500. Κατασκευάστηκε σε διάφορες εκδόσεις, με μονό ή διπλό άξονα και με ή χωρίς μηχανικό συμπιεστή. Η απόδοση ξεινούσε από τους 46 ίππους της έκδοσης Turismo και έφτανε μέχρι τους 102 ίππους της Gran Sport. Η τελευταία αποτελούσε μια ειδική έκδοση και ελάχιστες παρήχθησαν. Στον κινητήρα της η κυλινδροκεφαλή και η θήκη του στροφαλοφόρου άξονα χυτεύονταν σε ένα κομμάτι ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για φλάντζες (που υπήρχε πιθανότητα να καούν), ενώ συνολικά το αυτοκίνητο είχε βάρος μόλις 840 κιλά και η τελική του ταχύτητα έφτανε τα 170χλμ./ώρα.
Ο κινητήρας δεν ήταν βέβαια το μοναδικό στοιχείο που τοποθετούσε την 6C 1750 στην κορυφή της αυτοκινητιστικής πρωτοπορίας. Χρησιμοποιούσε ένα μηχανικό σύστημα πέδησης με μεγάλα ταμπούρα, των οποίων η ενεργοποίηση γινόταν μέσω ενός συστήματος μετάδοσης. Επίσης το πλαίσιο από πρεσαριστό χάλυβα ήταν τέλεια ισορροπημένο και εξαιρετικά άκαμπτο. Τα φύλλα σούστας στηρίζονταν έξω από το αμάξωμα και το χαμηλότερο κέντρο βάρους βελτίωνε σημαντικά την πρόσφυση στις στροφές. Παράλληλα το ρεζερβουάρ καυσίμου ήταν τοποθετημένο ακόμα πιο πίσω ώστε να φορτίζει με το βάρος του τον πίσω άξονα βελτιώνοντας την πρόσφυση, αλλά και την ισορροπία μεταξύ τους εμπρός και του πίσω άξονα. Με συνέπεια στη φιλοσοφία της μάρκας, όλες αυτές οι πρωτοποριακές λύσεις εφαρμόζονταν τόσο στα αγωνιστικά, όσο και στις εκδόσεις παραγωγής.
Όσους περισσότερους αγώνες κέρδιζε, τόσο μεγάλωνε το δέος που προκαλούσε το μοντέλο με την τεχνολογία του. Από το λανσάρισμα της, η 6C 1750, απόλαυσε σημαντική εμπορική επιτυχία. Μεταξύ του 1929 και του 1933, 2.579 μονάδες βγήκαν από την μονάδα παραγωγής του Portello για πελάτες στην Ιταλία, αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και σε χώρες της Κοινοπολιτείας. Ήταν ένα εξαιρετικό εμπορικό αποτέλεσμα, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι επρόκειτο για ένα αυτοκίνητο πολυτελείας. Στην Ιταλία για παράδειγμα το κόστος του ήταν της τάξης των 40.000 με 60.000 λιρών, ποσό που αντιστοιχούσε στο 7πλασιο του μέσου ετήσιου μισθού. H 6C ήταν πολύ γρήγορη, αλλά και πολύ όμορφη. Η επιτυχία της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στους αμαξοποιούς, κατασκευαστές με μεγάλο ταλέντο και πάθος που δημιούργησαν αμαξώματα που υπογράμμισαν με την ομορφιά τους την εποχή.
Μέχρι τη δεκαετία του 1930 τα αυτοκίνητα έφευγαν από το εργοστάσιο «γυμνά» διαθέτοντας μόνο το πλαίσιο και τα μηχανικά τους μέρη. Στη συνέχεια, ο αγοραστής απευθυνόταν σε κάποιον αμαξοποιό για να του δημιουργήσει ένα μοναδικό αμάξωμα για το αυτοκίνητο του. Το πρώτο τμήμα κατασκευής αμαξωμάτων μέσα στο εργοστάσιο του Portello ενεργοποιήθηκε το 1933 και αρχικά συνυπήρχε με την επιλογή ο πελάτης να αγοράσει το αυτοκίνητο χωρίς αμάξωμα. Η 6C προσέφερε εξαιρετικές δυνατότητες για το «πάντρεμα» με εντυπωσιακά αμαξώματα. Η κορυφαία μηχανολογική αρτιότητα της Alfa Romeo αποτέλεσε την καλύτερη βάση για μερικά από τα πιο κομψά αμαξώματα, τα οποία δημιουργήθηκαν από τους καλύτερους σχεδιαστές για τους πιο διάσημους VIPs.
H Flying Star δημιουργήθηκε για να είναι τόσο ακαταμάχητη όσο και η ιδιοκτήτρια της, Josette Pozzo που ήταν μοντέλο, εκατομμυριούχος και αυτό που θα λέγαμε σήμερα η απόλυτη celebrity. Το μοναδικό της αυτοκίνητο δημιουργήθηκε από την Carrozzeria Touring του Felice Bianchi Anderloni για να πάρει μέρος στα «καλλιστεία αυτοκινήτων» Villa d’Este του 1931. Η 6C 1750 spider ήταν ένα μοναδικό αριστούργημα, ένα κόσμημα πρωτοτυπίας, κομψότητας και προσοχής στη κάθε λεπτομέρεια. Όλο το αυτοκίνητο ήταν λευκό, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου, των ακτινών στους τροχούς, το τιμόνι και συνολικά το εσωτερικό, με μόνη εξαίρεση –για αντίθεση- το ταμπλό που ήταν μαύρο.
Η Carrozzeria Touring χάρισε νέες αναλογίες στην 1750 προσθέτοντας, επηρεασμένες από το κίνημα του art nouveau, στιλιστικές λεπτομέρειες, όπως τα φτερά που επεκτείνονταν και δημιουργούσαν χωρίς να αγγίζει το ένα το άλλο δύο σκαλοπάτια κάτω από τις πόρτες. Το αποτέλεσμα; Στην εκδήλωση της Villa d’Este, η 6C 1750 GS Touring κέρδισε το Χρυσό Κύπελλο για το πιο όμορφο αυτοκίνητο… και η Josette το οδήγησε η ίδια για την απονομή φορώντας –όπως και το αγαπημένο της αυτοκίνητο- ένα επίσης ολόλευκο σύνολο. Δελτίο Τύπου