top icon
Επικαιρότητα

Γιώργος Μαυρωτάς: Όλα στη ζωή είναι προπόνηση

Από τις 16 Ιουλίου 2019 ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τιμώντας την μεγάλη αθλητική του καριέρα και ως τώρα πορεία του στα κοινά, αναδημοσιεύουμε μια παλαιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό μας…

Από τις πισίνες στο ποταμόπλοιο της πολιτικής και από τη χημεία της ομάδας στις χημικές αντιδράσεις των εργαστηρίων του ΕΜΠ. Μια συζήτηση εφ όλης της ύλης με τον πολυπράγμονα Γιώργο Μαυρωτά.

Πολίστας, χημικός μηχανικός, αναπληρωτής καθηγητής, συγγραφέας, οικογενειάρχης, βουλευτής. Με μία λέξη, πολυπράγμων; Γενικά μου άρεσε να κάνω πάντα πολλά και να μην είμαι μονόπλευρος. Ήδη από το σχολείο, θυμάμαι, μου έλεγαν «πώς προλαβαίνεις να είσαι και καλός μαθητής και καλός αθλητής;». Το έβλεπα πάντα σαν δύο δραστηριότητες συμπληρωματικές, και όχι ανταγωνιστικές. Δε μου αρέσει να εστιάζω μόνο σε ένα πράγμα. Δε θέλω να κάνω πασαλείμματα, απλώς μου αρέσει να καταπιάνομαι με διάφορα, γιατί πιστεύω πως πολλές φορές το καινούργιο έρχεται από το συνδυασμό υφιστάμενων πραγμάτων, και έτσι, σαν άνθρωπος, σαν προσωπικότητα, μπορείς να ολοκληρωθείς περισσότερο δοκιμάζοντας διαφορετικές ασχολίες και αποκτώντας διαφορετικές εμπειρίες.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο περισσότερος κόσμος σε γνώρισε ως πολίστα, μια καριέρα που ξεκίνησες πολύ μικρός… Ξεκίνησα δέκα ετών ως κολυμβητής και κάποια στιγμή βαρέθηκα να μετράω πλακάκια. Μου ήρθε κουτί πως εκείνη τη στιγμή φτιαχνόταν μια ομάδα συνομηλίκων μου στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης, όπου ήμουν. Το παν στον αθλητισμό, ιδιαίτερα σε αυτές τις ηλικίες, είναι η παρέα. Βρήκα εκεί καλή παρέα, είχαμε και έναν πολύ καλό δάσκαλο, τον Γιάννη Γιαννουρή, και ξεκίνησα στα δεκατρία με δεκατέσσερα την καριέρα μου στο πόλο. Πάντα στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης, μέχρι που τελείωσα, το 2002. Ήταν δηλαδή ουσιαστικά μια ευτυχής συγκυρία το ότι πέρασα από το κολύμπι στο πόλο, ήμουν σε μια ομάδα με μια πολύ καλή παρέα και καλό δάσκαλο και εξελίχθηκα όπως εξελίχθηκα.

Κατάφερες πάρα πολλά πράγματα και σε επίπεδο εθνικής ομάδας, και με το σύλλογό σου. Ναι, από το 1984 μέχρι το 2000 έπαιζα στην εθνική ομάδα, πήγα σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες και μαζί με τον κουμπάρο μου, τον Γιώργο τον Αφρουδάκη, είμαστε οι μοναδικοί Έλληνες που έχουν συμμετάσχει σε πέντε Ολυμπιακούς στο πόλο. Με τη Βουλιαγμένη επίσης καταφέραμε το 1997 να πάρουμε ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης. Όλα αυτά τα χρόνια βλέπεις τις νίκες, τα μετάλλια και τους θριάμβους, τις Ολυμπιάδες… Έχουν όμως μέσα τους πολλή προσπάθεια, πολλή αυτοπειθαρχία, πολλή δουλειά. Ο αθλητισμός είναι ένα κατεξοχήν πεδίο όπου υπάρχει αξιοκρατία και είναι από τις δραστηριότητες που θέλουν κόπο, και όχι τρόπο. Γιατί ως κοινωνία έχουμε συνηθίσει λίγο να λέμε πως τα πάντα θέλουν τρόπο. Και το λοιδορούμε τον κόπο, ενώ στην πραγματικότητα -και στον αθλητισμό το μαθαίνεις καλά αυτό- ο κόπος είναι αυτός που επιβραβεύεται. Ας πούμε πως περισσότερο πιστεύω στην προσπάθεια, παρά στο ταλέντο, ακόμα και στον αθλητισμό. Είναι πάντως δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς όλος αυτός ο κόπος μπορεί να συνδυαστεί με την προσπάθεια του σχολείου ή των σπουδών. Είναι αυτό που είπα πριν, το ένα με ξεκούραζε από το άλλο. Πολλοί μου έλεγαν, «μα πώς μπορείς με δύο καρπούζια σε μία μασχάλη;». Στην πραγματικότητα δεν ήταν δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, ήταν το ένα στη μία και το άλλο στην άλλη, και αυτό με βοηθούσε στην ισορροπία. Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται αυτοπειθαρχία, καλή διαχείριση χρόνου. Με έβλεπαν σαν ούφο όταν έπαιρνα τα βιβλία στα ταξίδια της ομάδας για να διαβάζω στα αεροπλάνα, στα αεροδρόμια ή στα ξενοδοχεία, αλλά τα θεωρούσα απόλυτα συμπληρωματικά. Ερχόταν η σφαλιάρα στο ένα -μια ήττα ή δεν περνούσες κάποιο μάθημα στο πανεπιστήμιο-, το ξεπερνούσες πολύ γρήγορα με το να αφοσιωθείς στο άλλο.

Τι σου άφησε η εμπειρία του αθλητισμού; Η βασική προίκα που σου αφήνει είναι η αντοχή στις αντιξοότητες, το «πέφτω και ξανασηκώνομαι», που είναι κατεξοχήν μάθημα του αθλητισμού. Η ήττα είναι μεγάλος δάσκαλος. Πέφτεις και ξανασηκώνεσαι, πέφτεις και ξανασηκώνεσαι, δεν πρέπει να το βάζεις κάτω. Αυτό είναι το ρεζουμέ για όλη τη ζωή, σε ό,τι κάνεις. Επίσης, μαθαίνεις από μικρός να διαχειρίζεσαι το άγχος σου. Στον αθλητισμό, μέρα με τη μέρα, αγώνα με τον αγώνα, προπόνηση με την προπόνηση, το μαθαίνεις αυτό. Όλα στη ζωή είναι προπόνηση. Με την προπόνηση μαθαίνεις να αντεπεξέλθεις σε οτιδήποτε, από τον αθλητισμό μέχρι την πολιτική. Μαθαίνεις επίσης σε μια πειθαρχία, να βάζεις σε μια ομάδα το «εγώ» σου κάτω από το «εμείς». Η άλλη προίκα που μου άφησε είναι οι φίλοι. Θα το έβαζα παραπάνω από τις διακρίσεις και την υστεροφημία. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι από τον αθλητισμό, και όχι από το στρατό ή το σχολείο.

Τελειώνει η καριέρα σου το 2002 στο πόλο και αποφασίζεις να μην ασχοληθείς με αυτό, αλλά να κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό… Όταν κάνεις πρωταθλητισμό ξέρεις πως έχεις μια ημερομηνία λήξης, και πρέπει να προετοιμάσεις την επόμενη ημέρα. Δεν ήθελα να ασχοληθώ με την προπονητική, όπως κάνουν πολλοί, γιατί το θεωρώ κάτι πολύ δύσκολο, που δε μου ταιριάζει ως χαρακτήρα. Ο προπονητής πρέπει να είναι και λίγο δικτάτορας. Τον εαυτό μου μπορώ να τον πιέσω, τους άλλους θα δυσκολευόμουν. Μετά το διδακτορικό έβλεπα ότι θα σταματήσω την καριέρα στο πόλο και θα ξεκινήσω στο πολυτεχνείο. Ήμουν, άλλωστε, εδώ ως ερευνητής, ήταν κάτι που έγινε ομαλά και προγραμματισμένα. Για αυτό και δε θέλησα να συνεχίσω έως το 2004 και να πάω στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, θα ήμουν ο γραφικός της υπόθεσης. Μπορεί, βέβαια, αν δεν είχα τίποτα άλλο, να το έκανα. Αλλά θεώρησα πως ήταν καλό να κάνω τη στροφή εκείνη τη στιγμή και να ξεκινήσω την ακαδημαϊκή μου καριέρα, στα 35 μου.

Στο πανεπιστήμιο τι κατάσταση βρήκες; Ένα από τα πράγματα που με έκαναν να θέλω να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα ήταν το πολύ φιλόξενο περιβάλλον που συνάντησα στο εργαστήριο βιομηχανικής και ενεργειακής οικονομίας της σχολής Χημικών Μηχανικών. Εκεί βρήκα ανθρώπους και δασκάλους που δεν είδαν τον αθλητή ως παρείσακτο. Ήταν ένα περιβάλλον που σε άφηνε να ανθίσεις, και μακάρι να καταφέρω να το διατηρήσω όταν έρθει και η δική μου η σειρά – έτσι πιστεύω πως πρέπει να είναι τα πράγματα σε έναν ακαδημαϊκό χώρο.

Άρα βρήκες και εδώ μια ομάδα, σωστά; Ναι, ακριβώς, έτσι είναι. Και το Ποτάμι ένα είδος ομάδας είναι. Έτσι το βλέπω εγώ, δηλαδή.

Πώς προέκυψε, λοιπόν, η ενασχόλησή σου με την πολιτική; Γνώριζα τον Σταύρο Θεοδωράκη από το protagon, όπου αρθρογραφούσα. Το βήμα που έκανε το θεώρησα πολύ τολμηρό. Αυτά που έγραφε στο πρώτο του κείμενο -το ότι παρά την κρίση δε βλέπουμε να γίνεται τίποτα, συνεχίζονται τα ίδια πράγματα, το συγκρουσιακό κλίμα, το πελατειακό κράτος, όλα αυτά που ήταν από τις βασικές παθογένειες και κακοδαιμονίες και αν δεν τα αλλάξουμε δεν πρόκειται να βγούμε από τη δύσκολη θέση που έχουμε έρθει- με εξέφραζαν απόλυτα. Όταν με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει αν είμαι μαζί του, δε χρειάστηκαν πάνω από 10 δλ. για να του πω το «ναι». Έτσι, ανέβηκα κι εγώ στο πλοίο, στο ποταμόπλοιο!

Πιστεύεις ότι η καλή πρόθεση που μπορεί να έχουν κάποιοι άνθρωποι αρκεί για να γίνουν καλοί πολιτικοί; Όχι, δεν αρκεί, είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, ο καταλύτης που πρέπει να υπάρχει για να ολοκληρωθεί αυτή η χημική αντίδραση. Πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Αν ξεκινήσει κάποιος με πολλές γνώσεις αλλά με υστεροβουλία, πιστεύω πως είναι πιο χαμένο το παιχνίδι από το να ξεκινήσει κανείς με καλές προθέσεις και σιγά σιγά να αρχίσει να μαθαίνει πώς παίζεται ουσιαστικά. Δεν είμαι πολιτικός, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική στα 47 μου χρόνια, αλλά το είδα ως εξής: πολλές φορές στη ζωή μας μετανιώνουμε για πράγματα που δεν τολμάμε, παρά για πράγματα που τολμάμε. Αν δεν το τολμούσα, ίσως να μετάνιωνα περισσότερο κάποια στιγμή. Τουλάχιστον, θα πω πως προσπάθησα να αλλάξω κάποια πράγματα, δοκίμασα, δεν μπόρεσα, δίνω τη σκυτάλη στους επόμενους. Το να είμαστε συνεχώς αποστασιοποιημένοι, στον καναπέ, και να γκρινιάζουμε πως φταίνε οι πολιτικοί αναπαράγει μια αρρωστημένη κατάσταση, στην οποία νομίζουμε πως υπάρχουν κάποιοι επαγγελματίες του είδους που μπορούν να βρουν λύση σε όλα τα προβλήματα, κάτι που αποδείχθηκε ότι δεν ισχύει. Πρέπει κάποιοι άνθρωποι που βγάζαμε την ουρά μας απ’ έξω τόσο καιρό να βρέξουμε λίγο τα μπατζάκια μας. Να δοκιμάσουμε τι μπορούμε να προσφέρουμε μέχρι ενός σημείου, δεν είμαστε επαγγελματίες πολιτικοί, να γαντζωθούμε από αυτό το πράγμα, αλλά, όπως έκαναν οι αρχαίοι Αθηναίοι τη θητεία τους και έφευγαν, έτσι θα μπορούσαμε να κάνουμε κι εμείς. Κάποιοι που είναι καταξιωμένοι στο χώρο τους μπορούν να συνεισφέρουν όσο μπορούν, αλλάζοντας νοοτροπίες, βάζοντας καινούργιες ιδέες, βγάζοντας παλιές ιδέες -που είναι και αυτό πολύ σημαντικό-, να δούμε πώς μπορούμε να αλλάξουμε την πολιτική σκηνή. Και αυτός είναι ο ρόλος του Ποταμιού: να φέρει ένα νέο αέρα αλλαγής νοοτροπιών, ώστε να περάσουμε από την εποχή των συγκρούσεων στην εποχή των συνθέσεων.

Η πολιτική τι θα μπορούσε να διδαχθεί από τον αθλητισμό; Το χρονόμετρο και η μεζούρα δε λένε ψέματα. Είσαι καλύτερος, φαίνεται. Αξιοκρατία είναι, λοιπόν, το ένα. Το άλλο στοιχείο του αθλητισμού που δε βλέπω καθόλου στην πολιτική σκηνή είναι ο κόπος. Στον αθλητισμό βάζεις στόχους, μέσα σε τρεις μήνες πρέπει να έχεις φτάσει σε αυτήν τη φυσική κατάσταση, βάζεις κάποια «milestones» για να πετύχεις ένα συγκεκριμένο στόχο. Στην Ελλάδα πληρώνουμε πάντα το γεγονός πως το βραχυπρόθεσμο κερδίζει το μακροπρόθεσμο. Κι όμως, μας λείπουν άνθρωποι που σε δύο χρόνια θα κάνουν αλλαγές, οι οποίες θα καρποφορήσουν σε δέκα.

Θα τους καταλάβει ο κόσμος; Πρέπει να εκπαιδευτεί ο κόσμος σε αυτό. Τη δεκαετία του 2000, που έλεγε ο Γιαννίτσης για το συνταξιοδοτικό ή ο Αλέκος Παπαδόπουλος πως οδεύουμε προς το παγόβουνο, κανείς δεν τους άκουσε. Μοιραία, δεν έγιναν αλλαγές που έπρεπε να γίνουν τότε, λόγω πολιτικού κόστους, με αποτέλεσμα η πολιτική να είναι τελικά διαχείριση βραχυπρόθεσμης κρίσης. Το μόνο που έγινε ήταν να την πληρώσουν οριζόντια αυτοί που δεν είχαν δύναμη να φωνάξουν, που δεν ήταν κοντά στο αυτί της εξουσίας.

Στον τομέα της παιδείας, που τον βιώνεις εκ των έσω, τι θα πρότεινες, τι θα άλλαζες; Κατά τη γνώμη μου, είχαμε ένα μοντέλο ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στρεβλό έως πολύ στρεβλό, και τα κριτήρια με τα οποία γίνονται τα πανεπιστήμια ήταν περισσότερο πολιτικά και λιγότερο ακαδημαϊκά. Δεν υπήρχε στην έκταση που θα έπρεπε η διασύνδεση των πανεπιστημίων με την κοινωνία ευρύτερα, αλλά και με την παραγωγή. Τι καταφέραμε; Πλήρωναν οι φορολογούμενοι για να σπουδάζουν κάποιοι άνθρωποι, και μετά, επειδή δεν υπήρχε αυτή η διασύνδεση με την ελληνική παραγωγή, έφευγαν στο εξωτερικό και τους εκμεταλλευόταν η εκεί έρευνα και παραγωγή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα δεν είναι το εμπορικό της ισοζύγιο, αλλά το διανοητικό της ισοζύγιο. Έχουμε μεγαλύτερες εξαγωγές από ό,τι εισαγωγές. Αν φεύγει η αφρόκρεμα συνεχώς και δεν επιστρέφει πίσω -και δε μιλώ για το «mobility», το οποίο είναι υγιές και επιθυμητό, αλλά για το «migration»-, θα το πληρώσουμε ως κοινωνία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι κυρίως μικρομεσαίες, δεν έχουμε κολοσσούς, οπότε δεν έχουν τμήματα έρευνα και εξέλιξης. Θα ήταν μια win-win κατάσταση να υπάρχει διασύνδεση πανεπιστημίων με τέτοιες επιχειρήσεις, αφού αφενός θα χρηματοδοτούνταν τα πανεπιστήμια και αφετέρου οι Έλληνες επιστήμονες δε θα ήταν αναγκασμένοι να μεταναστεύσουν.

Γιατί, όμως, έχει κατά κάποιον τρόπο δαιμονοποιηθεί στη χώρα μας η συνεργασία επιχειρήσεων και πανεπιστημίων; Εδώ έχει μεγάλες ευθύνες η Αριστερά. Πού θα βρει δουλειά ο απόφοιτος σήμερα; Στο δημόσιο τομέα; Θα τον αναγκάσεις να φύγει έξω; Αν δεν υπάρξει η διασύνδεση με την παραγωγή, που θα ωφελήσει και τους δύο, θα είναι καταδικασμένο να αποτύχει το μοντέλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Λευτέρης Παπαγιαννάκης, που ήταν φωτισμένος αριστερός, μιλούσε από τη δεκαετία του ‘90 για διασύνδεση με την παραγωγή, για μαθήματα επιχειρηματικότητας, που ήταν λέξη-ταμπού για την Αριστερά. Και από ποιους πολεμήθηκε και καθυστερήσαμε είκοσι χρόνια να φτιάξουμε γραφείο διασύνδεσης ή μονάδα καινοτομίας και επιχειρηματικότητας στο πολυτεχνείο, το κατεξοχήν τεχνολογικό ίδρυμα; Το πολέμησαν οι ίδιοι οι αριστεροί, οι σύντροφοί του, εντός εισαγωγικών, γιατί υπήρχε αυτό το ιδεολογικό συρματόπλεγμα. Έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό, μπορώ να σου πω πως αδυνατώ να καταλάβω την παρουσία των κομμάτων στο πανεπιστήμιο. Βγες και πήγαινε πες το στο κυλικείο, στους φοιτητές! Η αλήθεια είναι, πάντως, πως έχει αρχίσει να αλλάζει το κλίμα. Αλλά δεν μπορεί να αλλάξει από τη μία ημέρα στην άλλη. Πρέπει να το καταλάβουν και οι ίδιοι οι φοιτητές πως τα κόμματα μέσα στα πανεπιστήμια εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό: είναι το φυτώριο των αυριανών στελεχών τους. Να εκπαιδευτούν εδώ, να έχουν πόδι τα κόμματα στα πανεπιστήμια – είναι προνομιακό πεδίο δράσης, γιατί μιλάμε για τους αυριανούς πολίτες. Τους βάζουν, λοιπόν, σε μια διαδικασία πελατειακή, με τις σημειώσεις, για παράδειγμα. Να έχουμε τις οργανώσεις φοιτητών, να κάνουμε ομάδες καινοτομίας, κοινωνικού προβληματισμού. Η αποχή ήταν υψηλή στις φοιτητικές εκλογές. Η μόνη αποχή που δε με πειράζει! Θα πρέπει να καταλάβουμε πως το κομματικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το ακαδημαϊκό συμφέρον, έτσι αρχίζουν και εκτροχιάζονται και τα ακαδημαϊκά κριτήρια όταν έχεις καθηγητές-στελέχη κομμάτων. Δε λέω να μην έχεις τις πολιτικές σου πεποιθήσεις. Αλίμονο. Ο χώρος του πανεπιστημίου δεν μπορεί, όμως, να είναι 80% χώρος κομματικοποίησης-κοινωνικοποίησης και 20% χώρος ακαδημαϊκός. Αντίθετα πρέπει να είναι τα πράγματα.

Βιβλίο πώς αποφάσισες να γράψεις; Στην αρχή έλεγα να γράψω μια αυτοβιογραφία, για να καταγραφούν κάποια πράγματα, να μη χαθούν. Μετά μου ήρθε η ιδέα να το γράψω ως μυθιστόρημα, και η συγγραφική μου εμπειρία ήταν απολαυστική. Ήταν δύο από τους καλύτερους μήνες της ζωής μου, γιατί ζούσα παράλληλα μια δεύτερη ζωή, τη ζωή των ηρώων που έγραφα. Είναι πολύ ωραίο και δημιουργικό. Δεν έγραφα ποτέ μου, όταν όμως ξεκίνησα να γράφω, δεν το άφηνα. Είναι μια ψυχοθεραπεία για μένα. Έπιανα τον εαυτό μου να γελάει πάνω από το πληκτρολόγιο σκεπτόμενος μια αστεία σκηνή, ή να βουρκώνει σκεπτόμενος μια συγκινητική στιγμή. Το γράψιμο είναι μια δωρεάν ψυχανάλυση, και μακάρι να μου ‘ρθει να ξαναγράψω βιβλίο.

Έπειτα από όλα αυτά που έχεις κάνει, τι θα ακολουθήσει, ποιος είναι ο επόμενος στόχος σου; Η ενασχόλησή μου με το Ποτάμι και με τα κοινά θα είναι ένα επόμενο βήμα στη ζωή μου. Δε σκοπεύω, πάντως, να εγκαταλείψω την ακαδημαϊκή μου καριέρα, γιατί έχει το συνδυασμό έρευνας και διδασκαλίας, που μου αρέσει πολύ. Δεν πλήττεις ποτέ, αφού ουσιαστικά δημιουργείς καινούργια γνώση. Έχει και τα χαρακτηριστικά του αθλητισμού, έχει ανταγωνισμό, έχεις να κάνεις δημοσιεύσεις, papers, δημιουργείς και εδώ ομάδες και επίσης συναναστρέφεσαι νέους, γεγονός που σε κρατά κι εσένα νέο.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο Γιώργος Μαυρωτάς γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα και έγινε γνωστός από την ενασχόλησή του με το πόλο, όπου και κατέχει το ρεκόρ συμμετοχών για τα ομαδικά αθλήματα στην Ελλάδα, με 511 παρουσίες στην εθνική ομάδα ανδρών. Έχει λάβει μέρος σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες και έγινε ο πρώτος Έλληνας υδατοσφαιριστής που έπαιξε στη μικτή κόσμου, το 1999. Παράλληλα, σπούδασε χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, πήρε το 2000 το διδακτορικό του με αντικείμενο την Επιχειρησιακή Έρευνα και το 2003 ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα. Το 2010 έγραψε το μυθιστόρημα «Το θεώρημα της επτάδας». Εργάστηκε ως αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, ενώ ήταν βουλευτής του κόμματος «Το Ποτάμι». Από τον Ιανουάριο του 2018 είναι Πρόεδρος στην υποεπιτροπή για την Εκπαίδευση, τη Νεολαία και τον Αθλητισμό της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Από τις 16 Ιουλίου του 2019, ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, στην νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

KEIMENO: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΙΤΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

ΤΙΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΑ